Ρ Α Τ Σ Ι Σ Μ Ο Σ
Ο ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΑΛΛΟΣ Ποιος ορίζει τελικά τι είναι διαφορετικό και τι κανονικό ;
Υπάρχουν σαφή κριτήρια για κάτι τέτοιο;
"Αφού γύρω μας οι άνθρωποι έχουνε τόση ποικιλία
γιατί ο κόσμος φτιάχνεται μόνο για μια κατηγορία;"
Οι περιθωριοποιημένες ομάδες .....
Η αλυσίδα :
Όταν μια κοινωνική ομάδα δεν εντάσσεται στην ευρύτερη κοινωνία , μένει πίσω , περιθωριοποιείται και δέχεται την περιφρόνηση άλλων ανθρώπων , "χάνει" τα δικαιώματά της (ατονούν), και μπορεί κάποια μέλη της να εκτραπούν σε παραβατική συμπεριφορά .
Άτομα με αναπηρία
https://www.youtube.com/watch?v=SxrS7-I_sMQ
" Σ εμάς τους Ρομά έχουν φορτώσει όλα τα κακά"
https://www.lifo.gr/now/greece/basilis-pantzos-proedros-synomospondias-roma-mas-ehoyn-fortosei-ola-ta-kaka?fbclid=IwAR1IAwvPy4iTz8QX1m-gBi5LmGrwgnUXw_NPUosViDRjCQR67DWVKaPdeiU
Ο αγώνας να αλλάξω τον κόσμο και τη μοίρα μου
Η Λυδία Τζεβάτογλου, Ελληνίδα Ρομά που κατάφερε να σπουδάσει, εξομολογείται στην «Κ» πώς έσπασε τα στερεότυπα
https://www.kathimerini.gr/society/561563218/o-agonas-na-allaxo-ton-kosmo-kai-ti-moira-moy/?fbclid=IwAR0euThGVSWj-oOI8wXdGy_rhXVrNa7uCqUz_GgGX5FRIi-ON89ilcWazmc
ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ -ΡΟΜΑ : ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΣΚΕΨΗ !
Γύρω από το κοιμητήριο είχε πολλά κυπαρίσσια και εκεί μαζευότανε του κόσμου τα τιτίβια. Πήγαινα με το αεροβόλο και τα ξεπάτωνα. Ωραία χρόνια : ήσουν οχτώ χρονώ και δε σου έλεγε τίποτα κανείς που έπαιρνες το όπλο του θείου σου και κυνηγούσες και σκότωνες τα πιο όμορφα και αθώα, και έπειτα αν τύφλωνες κανέναν, αν έτρωγες τα μούτρα σου...Τελοσπάντων. Βλέπω σε κάποια στιγμή αράζει η νεκροφόρα. Βγαίνει ο νεκροθάφτης με το τσιράκι του, αρπάζουν ένα φέρετρο, εμπρός βήμα ταχύ. Παραξενεύτηκα, δεν είχε κηδεία σήμερα, ούτε καμπάνα χτύπησε πένθιμα ούτε ανοιχτή η εκκλησία ούτε κόσμος, τίποτα. Ρωτώ τον νεκροθάφτη, ποιός πέθανε, ένας γύφτος μου λέει. Τους ακολούθησα από περιέργεια. Στην άκρη του νεκροταφείου, μακριά από τους άλλους τάφους είχε ανοιχτεί ο λάκκος. Αφήνουν κάτω το φέρετρο, ανοίγουν το καπάκι. Προβάλλει ένας λιπόσαρκος άντρας, ψιλόλιγνος, ήσυχος. Μέσα στο κασόνι είχαν μια κουρελού, τον σήκωσαν με την κουρελού, ο ένας από τη μια, ο άλλος από την άλλη και τον έβαλαν στον λάκκο. Το ήθελαν το κασόνι, θα το έπαιρναν πίσω. Μέχρι και την κουρελού πήραν πίσω και για να την σηκώσουν να την πάρουν γύρισε στο πλευρό ο νεκρός μέσα στον λάκκο από το πολύ τράβα τράβα. Κάθισα μέχρι που τον έχωσαν. Πατ-πατ, πατάει δυο τελευταίες φτυαριές ο νεκροθάφτης, "πάει και αυτός", λέει. Ούτε ταφόπλακα, ούτε όνομα, ούτε τίποτα. 'Έτσι τους θάβετε τους γύφτους, ρωτώ εγώ. Ε τι θες, τη φιλαρμονική; Ο παπάς που είναι, ξαναρωτώ. Πιάσανε και οι δυο να γελούνε. Εγώ έκανα ότι συνέχισα το κυνήγι, περίμενα, φόρτωσαν το κασόνι, έφυγαν. Μετά πήγα πάνω από τον τάφο και είπα το Πάτερ Ημών...Θα τη θυμάμαι εκείνη τη στιγμή για πάντα. Ένιωθα πως κάτι πολύ σημαντικό είχα μάθει μόλις, δε μπορούσα να πω τι. Και πως όλο αυτό είναι λάθος. Όλο αυτό. Χτες Κυριακή πέθανε στον ύπνο του ένας φίλος Ρομά εδώ στα μέρη μας, ετών 40. Ίδια σχεδόν ηλικία με μένα, δυο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Δε πέθανε μόνος τουλάχιστον και η οικογένειά του ξόδεψε και το τελευταίο ευρώ που είχαν και δεν είχαν για μια αξιοπρεπή κηδεία. Έζησε μια σκυλίσια, απίστευτα σκληρή ζωή. Ο θάνατός του είναι άμεση συνέπεια της ταλαιπωρίας που τράβηξε το κορμί του αυτά τα λίγα, άσχημα χρόνια που έζησε. Τη κουβέντα που θα κρατήσω από αυτόν είναι η εξής : "από μικρός το μόνο που ακούω είναι βλαστήμιες".
Της Αγγελικής Ρουμελιώτου, Επιμελήτριας Ανήλικων Δικαστηρίου Καλαμάτας, Κοινωνικής Λειτουργού, Γ. Γραμματέα Ε.Π.Α. Καλαμάτας...με αφορμή τις αληθινές συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων Ρομά στις ευρύτερες περιοχές των Δήμων Καλαμάτας και Μεσσήνης...
Βάλτε γαλότσες γιατί η λάσπη είναι πολλή. Ελάτε να περπατήσουμε, τώρα, που η μέρα ξεκινά, ανάμεσα σε "γύφτικες" παράγκες από αυτές που έχουν αφεθεί πια στην μοίρα τους, στο άβατό τους, στην εξαθλίωσή τους.
Μην τρομάξετε, θα δείτε παιδιά να ξυπνούν στο χώμα, ανάμεσα σε καλάμια, να περνούν το ποτάμι για να πάνε απέναντι στο χωράφι για τουαλέτα, και άνιφτα, αχτένιστα, βρώμικα, δύσοσμα να πηγαίνουν μέχρι το κοντινό περίπτερο για να πάρουν καφέ και τσιγάρα.
Δεν πάνε σχολείο γιατί βρωμάνε, γιατί δεν καταλαβαίνουν τίποτε από αυτά που λένε εκεί, γιατί τα λένε γυφτάκια, γιατί δεν έχουν με τι να πάνε, γιατί δεν το χρειάζονται ρε αδελφέ το σχολείο.
Τι να το κάνεις να μάθεις να μετράς, να γράφεις, να ξέρεις ότι λίγο πιο έξω ο κόσμος αλλάζει, αν δεν ξέρεις ότι υπάρχει κόσμος λίγο πιο έξω;
Τι να τα κάνεις τα νούμερα; Αυτά τα λίγα που χρειάζονται, τα ξέρεις.
Τόσα παιδιά, τόσο επίδομα από κει, τόσο από δω, τόσα λεφτά από τη ζητιανιά, τόσα από τα μανουσάκια που έφερε ο μικρός, τόσοι οι μήνες της φυλακής, τόση η εγγύηση, πρώτη και δεκαπέντε το παρόν.
Μέχρι εκεί τα νούμερα. Τι να τα κάνεις τα άλλα;
Τι να το κάνεις το σχολείο όταν παντρεύεσαι στα δώδεκα και γεννάς στα δεκατρία και όλοι δίπλα σου χορεύουν και γελάνε με τη χαρά που ήρθε, ανάμεσα σε πυροβολισμούς από καραμπίνες, και κανείς δεν κλαίει για την παιδικότητά σου που πέθανε σε μια νύχτα απαγωγής. Στον εικοστό πρώτο αιώνα αυτά, τον αιώνα της παιδικής προστασίας…
Κανείς δεν στεναχωριέται που έφτασες δεκαπέντε και ακόμα το κράτος δεν ξέρει ότι υπάρχεις αφού η μάνα σου δε σε έγραψε γιατί δεν είχε χαρτιά. Ούτε η μάνα της είχε. Δεν υπάρχεις παρά μόνο για κείνους τους πενήντα-εξήντα που φτιάξανε τσαντίρια γύρω από το δικό σου και σε φωνάζουν με ένα δικό τους όνομα, και ας μην έχεις. Και ας μην υπάρχεις. Και στο ποτάμι να πνιγείς καθώς φουσκώνει το χειμώνα, κανείς δεν θα το μάθει. Αφού δεν γεννήθηκες, δεν πεθαίνεις κιόλας.
Κανέναν δεν απασχολεί το ότι είσαι δώδεκα αλλά έχεις πάψει να είσαι παιδί προ πολλού.
Και αν τον απασχολήσει θα είναι τότε που θα έχει ξεχειλώσει τόσο η ζούγκλα του καλαμιώνα σε ένα μεγάλωμα χωρίς αξίες, αρχές, όρια, κανόνες, χωρίς καμιά συναίσθηση των συνεπειών της πράξης και θα σε φορτώσουν, εκείνοι οι λίγοι αλλά παλιοί του είδους, στο πρώτο σαραβαλιασμένο αγροτικό για να σε δοκιμάσουν στις κλοπές, στα καλώδια, στα παλιοσίδερα. Μπορείς αλήθεια;
Και καθώς εσύ θα είσαι φορτωμένος σε κείνο το αγροτικό σαράβαλο, μπορεί με καθαρό μυαλό, μπορεί και με φτιαγμένο, γεμάτος τατουάζ αυτοσχέδια, καμωμένα από κείνον που βγήκε πριν δυο μέρες από τη φυλακή, ο κόσμος θα αρχίσει να ανησυχεί. Και καλά κάνει.
Άργησε, το ξέρω, αλλά είναι η στιγμή που η ανάσα του καλαμιώνα ακούμπησε το περβάζι του έξω κόσμου.
Τότε θα αρχίσουν κάποιοι σχολιαστές να καταριούνται και να ζητούν κρέμασμα στις πλατείες. Μόνη λύση, θα λένε. Αλλιώς να φύγουν!
Τότε θα αρχίσουν οι τοπικές και κεντρικές αρχές να (ξανα-) αναρωτιούνται.Τι φταίει;
Και όλοι μαζί θα αναρωτιούνται πώς γίνεται να μαζέψουμε το κακό που ήρθε;
Να ανοίξουμε κι άλλο τις φυλακές θα λένε κάποιοι, λες και οι φυλακές μπορούν να σε αλλάξουν σε καλύτερο άνθρωπο. Κανείς δεν θα ασχοληθεί με το πώς έγινες απάνθρωπος.
Και τότε όλοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι το κακό δεν μπορεί να μαζευτεί πια, όσες φυλακές και αν ανοίξεις, όσα μέτρα και να πάρεις. Γιατί η ζημιά έχει ήδη γίνει.
Έγινε σιγά σιγά, σαν την υγρασία που μπήκε στις ψυχές των παιδιών καθώς έψαχναν για τα τσιγάρα τους αντί για το ζεστό τους γάλα.
Μπήκε στις ψυχές τους τότε που κανείς δεν υπήρχε να τους μιλήσει και να τα ακούσει, να τα μάθει να ονειρεύονται, να θέλουν να μάθουν, να μιλούν για συναισθήματα, να σέβονται. Να σχεδιάζουν το μέλλον τους. Το δικό τους μέλλον έξω από τον καλαμιώνα. Και γιατί όχι; Να λένε καλημέρα, συγνώμη και ευχαριστώ.
Μην νομίζετε ότι είναι αυτονόητα αν μεγαλώνεις στα καλάμια, με ξένα παπούτσια και κλεμμένο ποδήλατο· αυτά τα απλά είναι η πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στην παραβατικότητα που σε φλερτάρει στα δώδεκα.
Με τον καιρό όλα θα ησυχάσουν πάλι.
Οι άνθρωποι θα γυρίσουν στις δουλειές τους.
Τα παιδιά στα τσαντίρια θα συνεχίσουν να ζουν μέσα στην εξαθλίωση των αρχών, των αξιών, των κανόνων, των σχέσεων, της εκμετάλλευσης, της αγραμματοσύνης. Του δούναι και λαβείν. Του νταλαβεριού. Του πάρε-δώσε, ακόμη και αν αυτό που δίνεται είναι τα ίδια τα παιδιά.
Στην κόψη εκείνου του ξυραφιού που μοιάζει με κύκλο και από τη μία κόβει τα δικά τους πόδια και από την άλλη καταστρέφει άλλους.
Αν υπάρχει ελπίδα για ένα μέλλον λίγο πιο ξάστερο, αυτή είναι η πρόληψη και η προστασία των παιδιών που γεννιούνται και μεγαλώνουν σε τέτοιες συνθήκες παραβίασης, παραμέλησης και εξαθλίωσης και που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούνται στο περιθώριο…