ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ
http://www.komvos.edu.gr/
Από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Γλώσσα/Langue
Ο όρος είναι του F. de Saussure και δηλώνει το σύστημα των γλωσσικών σημείων και των μεταξύ τους σχέσεων, το οποίο βρίσκεται "αποτυπωμένο" στο μυαλό των ομιλητών μιας γλωσσικής κοινότητας και με βάση το οποίο επικοινωνούν. Η γλώσσα έχει κοινωνικό χαρακτήρα, αφού αποτελεί προϊόν κοινωνικής σύμβασης ανάμεσα στα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας, επιβάλλεται στο άτομο λόγω της κοινωνικής συμβίωσης και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τροποποιηθεί από την πρωτοβουλία ενός μόνου ομιλητή.
Λόγος / Langage
Ο όρος δηλώνει το φαινόμενο γλώσσα ως είδος επικοινωνίας, μοναδικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου γένους, το οποίο το διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα έμβια όντα.
Γλωσσικά δικαιώματα
Το σύνολο των δικαιωμάτων των ανθρώπων να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα για διοικητικούς, νομικούς και πολιτιστικούς σκοπούς, να την αναπτύσσουν και να την προωθούν, καθώς και το δικαίωμα των παιδιών να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση μέσω της μητρικής τους γλώσσας. Τα γλωσσικά δικαιώματα περιλαμβάνονται στα γενικότερα ανθρώπινα δικαιώματα, ειδικότερα στα πολιτισμικά, και προστατεύονται από διεθνείς οργανισμούς (π.χ. Διακήρυξη του Ο.Η.Ε. για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα). Ωστόσο, σήμερα ακόμη ο χαρακτήρας τους είναι περισσότερο ατομικός παρά συλλογικός και παρά την αναγνώρισή τους σε διεθνές επίπεδο, στην πράξη έγκειται στις κρατικές αρχές να τα παραχωρήσουν ή όχι σε ομάδες (π.χ. μετανάστες, γλωσσικές μειονότητες κλπ.).
Επικοινωνιακή ικανότητα
Η ικανότητα του ομιλητή να χρησιμοποιεί με αποτελεσματικό και επαρκή τρόπο τον λόγο σε διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας. Η ικανότητα αυτή δεν περιορίζεται στη βασική γλωσσική ικανότητα, δηλαδή στη γνώση του γλωσσικού συστήματος που διαθέτει κάθε φυσικός ομιλητής, αλλά και σε γνώσεις και δεξιότητες ψυχολογικής, κοινωνικοπολιτισμικής και πραγματολογικής φύσης, π.χ. χρήση του ενικού και πληθυντικού αριθμού (τύπων ευγένειας), των χαιρετισμών κλπ.
Θέμα / σχόλιο
Σε αντιδιαστολή προς τους όρους υποκείμενο/κατηγόρημα, ΟΦ/ΡΦ, που περιγράφουν τη γραμματικοσυντακτική δομή της πρότασης, οι όροι θέμα/σχόλιο περιγράφουν την πληροφοριακή δομή μιας πρότασης, δηλαδή τις καινούριες πληροφορίες που εισάγονται στην πρόταση στο πλαίσιο ενός κειμένου ή λόγου αλλά και τις δεδομένες (με βάση ό,τι προηγήθηκε στο κείμενο ή τον λόγο) πληροφορίες. Με αυτή την έννοια, η διάκριση θέμα/σχόλιο δεν αφορά την εσωτερική δομή μιας πρότασης, αλλά τη σχέση της με ό,τι προηγήθηκε στον λόγο. Στην πρόταση Ο Γιάννης αγόρασε ένα βιβλίο, η φράση Ο Γιάννης καταγράφει δεδομένη πληροφορία· με άλλα λόγια, ο ομιλητής θεωρεί, σωστά ή λανθασμένα, ότι ο συνομιλητής του ξέρει για ποιο πρόσωπο μιλάει. Αντίθετα, η φράση αγόρασε ένα βιβλίο καταγράφει νέα πληροφορία ως προς το στοιχείο ένα βιβλίο. Η επιλογή του αόριστου άρθρου γίνεται στις γλώσσες για την καταγραφή νέων πληροφοριών. Σε αυτή τη βάση λειτουργεί η διάκριση αόριστου/οριστικού άρθρου από την πλευρά της πληροφοριακής οργάνωσης της πρότασης. Στην ίδια πρόταση, Ο Γιάννης αγόρασε ένα βιβλίο: αν η πρόταση απαντά στο ερώτημα Τι έκανε ο Γιάννης, τότε η φράση αγόρασε ένα βιβλίο αποτελεί τη νέα πληροφορία, το σχόλιο της πρότασης. Αν όμως η πρόταση απαντά στο ερώτημα Τι αγόρασε ο Γιάννης, τότε το αγόρασε είναι μέρος του θέματος, της δεδομένης πληροφορίας. Ορισμένες συντακτικές εκφορές που συνήθως χαρακτηρίζονται ως εκδοχές ανακόλουθου, με την έννοια ότι παραβιάζουν τους κανόνες της συμφωνίας, οφείλονται στην επικράτηση της δομής θέμα/σχόλιο. Π.χ. Ο Γιάννης, η Ελένη τον φίλησε: στην πρόταση αυτή, η φράση Ο Γιάννης είναι το κατεξοχήν θέμα (ή ψυχολογικό υποκείμενο) της πρότασης. Ενδιαφέρον έχει να επισημανθεί ότι υπάρχουν γλώσσες (γιαπωνέζικα, κορεάτικα κ.ά.) που διαθέτουν μορφολογικούς μηχανισμούς μαρκαρίσματος του θέματος. 'Ετσι, στα γιαπωνέζικα το μόρφημα -wa προστίθεται ως ένδειξη της θεματικής υπόστασης ενός στοιχείου της πρότασης.
Παραγλωσσικά ή εξωγλωσσικά στοιχεία
Όλα τα κωδικοποιημένα συστήματα τα οποία συνοδεύουν την εκφώνηση. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται η προσωδία (επιτονισμός, ρυθμός, παύσεις κλπ.), οι κινήσεις του προσώπου και των χεριών, η θέση και η κατεύθυνση του σώματος κλπ. Στην πραγματικότητα, ο ομιλητής επιστρατεύει για την πληρέστερη οργάνωση του λόγου του κάθε εκφραστικό μέσο που έχει στην διάθεσή του, οργανώνει τον χώρο με τα χέρια του, στρέφει το σώμα και το βλέμμα του στους συνομιλητές του, αλλάζει τον τόνο και τον ρυθμό της ομιλίας του. Μολονότι τα παραγλωσσικά στοιχεία δεν είναι σημεία με τον ίδιο τρόπο όπως οι λέξεις, δεν πρόκειται δηλαδή για αυθαίρετες συσχετίσεις μιας φυσικής ηχητικής ακολουθίας με ένα αντίστοιχο σημασιολογικό περιεχόμενο, κάθε κοινότητα συμβατικοποιεί διαφορετικά τις κινήσεις του ανθρώπινου σώματος· έτσι, μία κίνηση του κεφαλιού που σε μια γλώσσα μπορεί να σημαίνει συγκατάνευση, σε μια άλλη δηλώνει την άρνηση. Μπορούμε δηλαδή να περιγράψουμε ένα συνεχές στο ένα άκρο του οποίου θα έχουμε απόλυτα δεικτικές κινήσεις οι οποίες δεν διαθέτουν καμία λειτουργία παρά μόνον στις περιστάσεις της επικοινωνίας στις οποίες έχουν γίνει, και στο άλλο άκρο απόλυτα αυθαίρετα σημεία τα οποία διαθέτουν συμβατική σημασία ανεξάρτητη από τον κάθε ομιλητή. Καθώς τα παραγλωσσικά στοιχεία δεν είναι φορείς μιας παγιωμένης και σταθερής σημασίας, η γλωσσολογία θεωρούσε παραδοσιακά πως βρίσκονται εκτός του κυρίου σώματος της γλώσσας. Εντούτοις, όπως έχει δείξει η μελέτη τόσο της προσωδίας όσο και των συστημάτων κίνησης του σώματος (π.χ. η γλώσσα των κωφαλάλων), τα προσωδιακά και τα κινηματικά στοιχεία διαθέτουν τη δική τους δομή, τη δική τους οργάνωση και τη δική τους λειτουργία στον λόγο και η περιγραφή του γλωσσικού φαινομένου είναι ατελής και συχνά αδύνατη δίχως την αξιολόγηση και την αποτίμησή τους.
Συνοχή
Ο όρος αναφέρεται στα ποικίλα γλωσσικά μέσα (γραμματικά, λεξιλογικά, φωνολογικά) με τα οποία οι προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους ώστε να αποτελέσουν μεγαλύτερες ενότητες λόγου. Αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της κειμενικότητας, δηλαδή της ιδιότητας που καθιστά ένα κομμάτι λόγου κείμενο με σημασία. Κάθε γλωσσικό στοιχείο που εμφανίζεται σε ένα κείμενο αποτελεί εργαλείο για τη γνωστική επεξεργασία τόσο από τον πομπό (ομιλητή-συγγραφέα) όσο και από τον δέκτη (ακροατή-αναγνώστη) άλλων γλωσσικών στοιχείων του κειμένου. Η πιο εμφανής εκδοχή αυτής της ιδιότητας είναι η σύνταξη, η οποία υπαγορεύει συγκεκριμένα σχήματα οργάνωσης στο κείμενο. Η συνοχή επιτυγχάνεται μέσω ποικίλων γλωσσικών τεχνικών όπως η επανάληψη (ρητή επανάληψη ή επανεμφάνιση ενός στοιχείου με διαφορετική γραμματική κατηγορία, π.χ. ουσιαστικό-ρήμα), ο παραλληλισμός, η παράφραση, η έλλειψη. Επίσης, με τη χρήση αντωνυμιών, τροποποιητών (επιθέτων και επιρρημάτων), συνδέσμων (παρατακτικών και υποτακτικών), αλλά και με τη χρήση των γραμματικών χρόνων, της ρηματικής όψης (στα εγχειρίδια της νεοελληνικής γλώσσας αναφέρεται ως τρόπος του ρήματος) και της τροπικότητας. Στη συνοχή του κειμένου συμβάλλει επίσης και η λειτουργική προοπτική της πρότασης, δηλαδή η οργάνωσή της σε θέμα και σχόλιο (παλιά και νέα πληροφορία). Σημαντικός τέλος είναι ο ρόλος της επιτόνισης σε προφορικά κείμενα. Γενικά, λοιπόν, η συνοχή αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο δομείται η σημασία ενδοκειμενικά. Δεν περιορίζεται ωστόσο στη σύνταξη ή τη μορφολογία, καθώς εμπεριέχει τη λειτουργική χρήση των γραμματικών και συντακτικών δομών μέσα στον πραγματικό χρόνο και τη διεπίδρασή τους με άλλους παράγοντες κειμενικότητας, όπως η συνεκτικότητα.
Συνομιλιακοί δείκτες
Δεν υπάρχει ακόμη ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός του παραπάνω όρου, ούτε καν ένας μόνον όρος, για να στεγάσει το μεγάλο πλήθος των "μικρών" λέξεων που κάθε φυσική γλώσσα διαθέτει, είτε για να δείξει την πληροφοριακή ροή ενός κειμένου (και άρα τη συγκρότησή του), όπως οι διαπροτασιακοί συνδέτες λοιπόν,άλλωστε,επίσης,δηλαδή· είτε για να υποδηλώσει τη στάση του ομιλητή απέναντι στα ίδια τα λεγόμενά του, όπως οι δείκτες ας πούμε,βασικά,βέβαια,φυσικά· είτε, τέλος, για να χαρακτηρίσει τη στάση του απέναντι στον συνομιλητή του, όπως οι δείκτες ξέρεις,άκου να δεις, κοίταξε, ρε, βρε. Σε κάθε περίπτωση, οι συνομιλιακοί δείκτες συνεισφέρουν καθοριστικά στη συνεκτικότητα του κειμένου/ λόγου, δηλαδή στην αίσθηση που έχουν οι συνομιλητές ότι το κείμενο/ λόγος είναι "αρμολογημένο", ότι έχει νόημα, δεν είναι απλώς ένα συνονθύλευμα προτάσεων. Πώς οριοθετείται η κατηγορία των συνομιλιακών δεικτών; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αν σκεφθεί κανείς ότι για καμία γλώσσα δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία ως προς το ποιες λέξεις πρέπει να περιληφθούν στην κατηγορία αυτή. Πάντως, η πρόσφατη έρευνα συγκλίνει σε ορισμένα ταξινομικά κριτήρια, όπως τα παρακάτω: φωνολογικά/λεξιλογικά (οι δείκτες είναι λέξεις ή φράσεις μικρές και με τάση φωνολογικής συρρίκνωσης, π.χ. μήπως ξέρω κι εγώ; > ξέρω κι εγώ; > ξέρω 'γω; > ξέρω 'γω· αποτελούν χωριστή τονική μονάδα μέσα στο εκφώνημα και είναι πολλές φορές δύσκολο να ενταχθούν στις γνωστές γραμματικές κατηγορίες (μέρη του λόγου) εξαιτίας του σημασιολογικού αποχρωματισμού τους, π.χ. το συνομιλιακό ξέρεις ή βλέπεις· ενώ εξακολουθούν να είναι ρήματα, μπορούν να θεωρηθούν και "μόρια λόγου")· συντακτικά (ανήκουν στη σύνταξη του κειμένου, όχι των προτάσεων και γι' αυτό βρίσκονται σε θέση είτε εντελώς αρχική στο εκφώνημα είτε παρενθετική: π.χ. βλέπεις, δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά /δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά, βλέπεις)· σημασιολογικά (δεν προσθέτουν ουσιαστικά τίποτε στο περιεχόμενο του εκφωνήματος και, συνεπώς, δεν επηρεάζουν την τιμή αληθείας της πρότασης: π.χ. μπαίνω στο σπίτι, που λες, και τι να δω;)· λειτουργικά (επειδή δεν αναφέρονται μόνο στο αντικείμενο του λόγου αλλά και στην περίσταση επικοινωνίας, μπορούν να αναλυθούν ταυτόχρονα σε διαφορετικά επίπεδα, π.χ. το πρωτοπρόσωπο νομίζω μπορεί να δηλώνει ταυτόχρονα χαμηλή βεβαιότητα αλλά και ευγενική διαφωνία) και υφολογικά (οι συνομιλιακοί δείκτες αφθονούν στον προφορικό διάλογο και εκφράζουν σημασίες όχι τόσο περιγραφικές της πραγματικότητας όσο διαπροσωπικές, δηλαδή σημασίες που συνδέονται με τους κοινωνικούς ρόλους των συνομιλητών ή την έκφραση των συναισθημάτων τους).
Συνεκτικότητα
Ο όρος αναφέρεται στην αλληλουχία σημασιών, η οποία καθιστά ένα κομμάτι λόγου κατανοητό ως κείμενο. Πρόκειται για βασική ιδιότητα του κειμένου, η οποία μπορεί να του προσδώσει σημασία, ακόμη και όταν αυτό στερείται συνοχής. Η συνεκτικότητα δεν περιορίζεται στο επιφανειακό κείμενο, αλλά εγκαθιστά σχέσεις μεταξύ των γλωσσικών στοιχείων και της κοινής γνώσης αυτών που συμμετέχουν στο επικοινωνιακό συμβάν, δημιουργώντας έτσι έναν κειμενικό κόσμο, ο οποίος δεν βρίσκεται αναγκαστικά σε πλήρη αντιστοιχία με τον φυσικό κόσμο. Η γνώση εδώ νοείται όχι μόνο ως δηλωτική γνώση γεγονότων ή πίστεων, αλλά και ως διαδικασία μέσω της οποίας ενεργοποιούνται οι έννοιες και οι σχέσεις (χρονικές, αιτιακές, χωρικές κλπ.) και λεκτικοποιούνται σε γλωσσικές εκφράσεις. Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή παίζουν τα συμφραζόμενα, το πλαίσιο της περίστασης επικοινωνίας, το οποίο και καθορίζει ποιες έννοιες και σχέσεις είναι συναφείς με τη συγκεκριμένη περίσταση και επομένως θα ενεργοποιηθούν από τον πομπό και τον δέκτη, ώστε να δομηθεί ο κοινός τους κειμενικός κόσμος. 'Eτσι, ένα εκφώνημα, ή μια αλληλουχία εκφωνημάτων, αποκτά νόημα, μόνο όταν ενταχθεί στα συμφραστικά του πλαίσια. Π.χ. το εκφώνημα Και τώρα τι θα κάνουμε;, παρόλο που εμπεριέχει στοιχεία συνοχής (ο σύνδεσμος και το δεικτικό-χρονικό τώρα,το μόρφημα του προσώπου), δεν αποκτά νόημα παρά μόνο στο πλαίσιο ενός επικοινωνιακού συμβάντος, όπου είναι γνωστά στους συμμετέχοντες τα λογικά στοιχεία (χώρος, χρόνος, πρόσωπα, θέμα) που συνθέτουν τον "κόσμο" της συγκεκριμένης διεπίδρασης.
Λειτουργίες της Γλώσσας κατά Jacobson
Φατική λειτουργία:
Κατά τον Jakobson,μία από τις έξι λειτουργίες που επιτελεί η γλώσσα, νοούμενη ως πράξη επικοινωνίας. Η φατική λειτουργία έχει ως στόχο να εγκαταστήσει και να διατηρήσει"ανοιχτή" την επαφή ανάμεσα στον πομπό και στον δέκτη, αλλά και να δείξει ότι αυτή τελείωσε. Τέτοιο ρόλο παίζουν τα εμπρός/λέγετε/ναιτης τηλεφωνικής συνομιλίας, τα λοιπόν;, χμ, τι νέα; της καθημερινής λεκτικής διεπίδρασης κλπ., τα οποία κατ' ουσίαν δεν προσφέρουν πληροφορία αλλά προωθούν την επαφή ανάμεσα στους συμμετέχοντες σε μια επικοινωνιακή περίσταση.
Αναφορική λειτουργία
Κατά τον Jakobson, μία από τις έξι λειτουργίες που επιτελεί η γλώσσα, νοούμενη ως πράξη επικοινωνίας. Από τους έξι συστατικούς παράγοντες της επικοινωνίας (πομπός, δέκτης, κώδικας, αντικείμενο αναφοράς, μήνυμα, αγωγός), η αναφορική λειτουργία εστιάζεται σε αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, το αντικείμενο αναφοράς, και με αυτή την έννοια, πληροφορεί για κάτι.
Ποιητική λειτουργία
Κατά τον Jakobson, μία από τις έξι λειτουργίες που επιτελεί η γλώσσα, νοούμενη ως πράξη επικοινωνίας. Από τους έξι συστατικούς παράγοντες της επικοινωνίας (πομπός, δέκτης, κώδικας, αντικείμενο αναφοράς, μήνυμα, αγωγός), η ποιητική λειτουργία εστιάζεται στο μήνυμα όχι ως παροχή πληροφορίας αλλά ως μορφή, στα υφολογικά δηλαδή χαρακτηριστικά του. Π.χ. σε ένα λογοτεχνικό κείμενο ή σε μια διαφήμιση η προέχουσα γλωσσική λειτουργία είναι η ποιητική, με την έννοια ότι αυτό που κυριαρχεί είναι η επιλογή της συγκεκριμένης μορφής για να μεταδοθεί η πληροφορία και όχι η πληροφορία καθεαυτή.
Χρήση
Η διάκριση σημασίας και χρήσης (της σημασίας) μιας λέξης προϋποθέτει ότι αντιδιαστέλλουμε την 'αφηρημένη' λεξική σημασία προς τη 'συγκεκριμένη' σημασία που μια λέξη αποκτά μέσα σε συνομιλιακά και κειμενικά συμφραζόμενα. Η λεξική σημασία διατηρεί τα θεμελιώδη γνωρίσματα της συγκεκριμένης ή αφηρημένης οντότητας με την οποία συνδέεται. Έτσι, μπορούμε να έχουμε σημασίες φυσικών αντικειμένων ('τραπέζι', 'φεγγάρι', 'περιστέρι', 'τουλίπα') και σημασίες φαινομένων, διαδικασιών και καταστάσεων, ψυχικών ή κοινωνικών ('τριβή', 'ηλεκτρισμός', 'κοινωνικοποίηση', 'οργή', 'πίστη', 'φαντασία'). Αλλά οι λεξικές σημασίες που συνδέονται με περιγράψιμα αντικείμενα αναφοράς, εξαιτίας της σημασιολογικής αλλαγής των λέξεων, εξελίσσονται σε μη αναφορικές σημασίες, δηλαδή σημασίες κειμενικές και διαπροσωπικές (βλ. παρακάτω), που, ενώ μοιάζουν πιο αφηρημένες από τις προηγούμενες (επειδή λείπει το αντικείμενο αναφοράς), ωστόσο κρυσταλλώνονται μέσα από τη χρήση των λέξεων και συγκεκριμενοποιούνται in situ Πρόκειται για σημασίες που δύσκολα μπορεί να προβλέψει ένα λεξικό, γιατί διαμορφώνονται σε περιβάλλον λόγου και όχι στο γλωσσικό σύστημα. Ένα παράδειγμα: το έτσι ανέπτυξε από μια αρχική δεικτική (του εγγύς φυσικού περιβάλλοντος), άρα αναφορική, σημασία μια σημασία πιο αφηρημένη ('με αυτό τον τρόπο'), που όμως εξακολουθεί να είναι αναπαραστατική της πραγματικότητας (' Όπως ο συγγραφέας έχει τους οπαδούς του, έτσι ακριβώς και ο δάσκαλος που έχει κέφι και όρεξη για τη δουλειά του στην τάξη μέσα έχει κι αυτός τους οπαδούς του'). Σε μεταγενέστερη φάση το έτσι αρχίζει να χρησιμοποιείται στον λόγο σαν μηχανή που κλέβει χρόνο, για να μπορέσει ο τρέχων ομιλητής να προετοιμάσει καλύτερα τη συνέχεια του εκφωνήματός του ('...δηλαδή μέσα από τη δέσμευση το / του προγράμματος, της προϊσταμένης αρχής, που δεν είναι πάντα έτσι ε πολύ ανοιχτόμυαλη...') ή ως επισχετικό, για τη μείωση δηλαδή της κατηγορηματικότητας μιας απόφανσης ('...ε αυτό νομίζω ότι είναι έτσι η πιο αξιόλογη δουλειά μου...'). Αυτές είναι κειμενικές σημασίες ή, καλύτερα, χρήσεις του έτσι. Τέλος, η ίδια λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον λόγο για να δειχθεί η ευγένεια του ομιλητή, η φροντίδα του δηλαδή μήπως και φέρει σε δύσκολη θέση τον συνομιλητή του και τον αναγκάσει να πει ή να κάνει πράγματα που δεν θα ήθελε ('Θα θέλατε έτσι να μας μιλήσετε για την προσωπική σας περιπέτεια;'). Οι τέτοιου είδους χρήσεις, που αναφέρονται στις κοινωνικές και ψυχολογικές σχέσεις των συνομιλητών, ονομάζονται διαπροσωπικές.