Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Α1-Α2 : 15ο  Μάθημα Ιστορίας 



                   ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΉ ΤΈΧΝΗ

E. H. Gombrich , Το Χρονικό της Τέχνης , ΜΙΕΤ


(Κατεβάστε το ,να το έχετε ! Είναι πολύτιμο ! )


Ή τέχνη συνειδητοποίησε την ελευθερία της στά έκατό χρόνια ανάμεσα στό
520 και τό 420 π.Χ. περίπου. Προς τό τέλος του πέμπτου αιώνα, οί καλλιτέχνες
είχαν απόλυτη συναίσθηση τής δύναμης καί τής μαστοριάς τους. Τό ίδιο
συνέβαινε καί μέ τό κοινό. Μόλο πού οί καλλιτέχνες θεωρούνταν ακόμη
βιοτέχνες, καί παρά τό γεγονός ότι τούς καταφρονούσε ίσως ή «ύψηλή κοινωνία
», ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος τού κοινού άρχισε νά ένδιαφέρεται γιά τή
δουλειά τους αύτή καθεαυτή, καί όχι μόνον έξαιτίας τού θρησκευτικού ή τού
πολιτικού της ρόλου. Οί άνθρωποι έκαναν σύγκριση άνάμεσα στις άρετές των
«σχολών», δηλαδή στή μέθοδο, στό ύφος καί στήν παράδοση πού διαφοροποιούσαν
τούς καλλιτέχνες των διαφόρων πόλεων. Δέν υπάρχει άμφιβολία ότι
ή σύγκριση καί ό συναγωνισμός άνάμεσα στις σχολές παρακινούσε τούς
καλλιτέχνες νά έντείνουν άδιάκοπα τις προσπάθειές τους καί βοηθούσε στή
δημιουργία αυτής τής ποικιλίας πού τόσο θαυμάζουμε στήν ελληνική τέχνη.


α) Γλυπτική 

Τά γλυπτά καί ή διακόσμηση τού ναού τής Απτέρου  Νίκης φανερώνουν μιά μεταβολή στό γούστο, μιά στροφή πρός τή λεπτότητα, πού χαρακτηρίζει καί τόν ιωνικό ρυθμό. Τά γλυπτά αυτά είναι οίκτρά άκρωτηριασμένα, άλλά θά ήθελα,παρ' όλα αύτά, νά παραθέσω μιά φωτογραφία  γιά νά δείξω πόσο όμορφη εξακολουθεί νά εΐναι ή τσακισμένη αύτή μορφή, άκόμη καί δίχως κεφάλι καί χέρια. Παριστάνει ένα κορίτσι, μιά άπό τις θεές τής νίκης, πού σκύβει, καθώς περπατά, γιά νά δέσει τό πέδιλό της. Μέ πόση χάρη έχει άποδώσει ό γλύπτης αύτό τό ξαφνικό σταμάτημα καί πόσο άπαλά καί πλούσια σκεπάζουν τό όμορφο κορμί οί λεπτές πτυχές! Βλέποντας τέτοια έργα, καταλαβαίνουμε πώς ό καλλιτέχνης είχε τήν ικανότητα νά κάνει ό,τι ήθελε. Δέν πάλευε πιά μέ κανενός είδους δυσκολίες γιά νά παραστήσει τήν κίνηση ή τή βράχυνση.


Τά μεγάλα όμως γλυπτά τού τέταρτου αιώνα χρωστούσαν τή φήμη τους περισσότερο στό γεγονός δτι ήταν ωραία έργα τέχνης. ΟΙ καλλιεργημένοι 'Έλληνες συζητούσαν πιά γιά τή ζωγραφική καί τή γλυπτική - όπως γιά τήν ποίηση καί τό θέατρο- επαινούσαν τά έργα γιά τήν ομορφιά τους ή διαφωνούσαν μέ τή μορφή τους καί μέ τήν άντίληψη πού τά εΐχε ύπαγορεύσει.



Ό μεγαλύτερος γλύπτης τής εποχής, ό Πραξιτέλης, ήταν πάνω άπ’ δλα ξακουστός γιά τή γοητεία τού έργου του καί τή γλυκιά καί θελκτική έκφραση των γλυπτών του. Τό πιό φημισμένο έκφραση
των γλυπτών του. Τό πιό φημισμένο άγαλμά του, πού τό εξυμνούν πολλά ποιήματα, παρίστανε τή θεά τού έρωτα, τή νεαρή ’Αφροδίτη, τή στιγμή πού έμπαινε στό λουτρό της. Τό έργο δμως αυτό χάθηκε.

 "Ενα άλλο άγαλμα πού βρέθηκε στήν ’Ολυμπία τόν δέκατο ένατο
αιώνα, θεωρείται άπό πολλούς δικό του. Εικόνες 62-6j. Δέν μπορούμε ωστόσο νά είμαστε βέβαιοι. Μπορεί νά είναι απλώς ένα πιστό μαρμάρινο άντίγραφο ενός χάλκινου άγάλματος. Παριστάνει τόν Ερμή νά κρατά τόν μικρό Διόνυσο άγκαλιά καί νά παίζει μαζί του

   Ξανακοιτάζοντας  έργα του 5ου αιώνα , διαπιστώνουμε ποιά τεράστια απόσταση κάλυψε ή έλληνική τέχνη μέσα σέ διακόσια χρόνια. Στό έργο τού Πραξιτέλη δέν υπάρχει πιά ίχνος άκαμψίας. Ό θεός στέκει μπροστά μας σέ μιάν άβίαστη στάση, πού δέν μειώνει ωστόσο τό μεγαλείο του. ”Αν όμως εξετάσουμε τόν τρόπο μέ τόν όποιο κατόρθωσε  ό Πραξιτέλης νά δώσει αυτή τήν εντύπωση, άρχίζουμε νά καταλαβαίνουμε πώς, άκόμη καί σέ τούτη τήν περίπτωση, τά διδάγματα τής αρχαίας τέχνης δέν έχουν λησμονηθεί. Καί ό Πραξιτέλης επίσης φροντίζει νά μάς δείξει τούς αρμούς τού σώματος, νά μάς κάνει νά καταλάβουμε, δσο σαφέστερα γίνεται, τή λειτουργία του. "Ολα αυτά δμως είναι τώρα σέ θέση νά τά κάνει χωρίς νά γίνεται τό άγαλμα άκαμπτο καί άψυχο. Μπορεί νά δείξει τούς μύς καί τά οστά νά φουσκώνουν καί νά κινούνται κάτω άπό τό άπαλό δέρμα, μπορεί νά δώσει φουσκώνουν καί νά κινούνται κάτω άπό τό άπαλό δέρμα, μπορεί νά δώσει τήν αίσθηση ενός ζωντανού σώματος μέ δλη τή χάρη καί τήν ομορφιά του.
Πρέπει ώστόσο νά συνειδητοποιήσουμε πώς ό Πραξιτέλης καί οί άλλοι "Ελληνες καλλιτέχνες έφτασαν στήν ομορφιά μέσ’ άπό τή γνώση. Κανένα άνθρώπινο σώμα δέν είναι τόσο συμμετρικό, τόσο καλοφτιαγμένο καί όμορφο .όσο τά άγάλματά τους.


Άπό τά φημισμένα κλασικά
άγάλματα τής ’Αφροδίτης, τό πιό
γνωστό είναι ’ίσως ή ’Αφροδίτη τής Μήλου,
. Είναι πιθανό νά άνήκε σέ ένα σύμπλεγμα τής ’Αφροδίτης καί τοΰ ’Έρωτα, πού έγινε κάπως άργότερα, άλλά πού αποτελούσε καί πάλι εφαρμογή των μεθόδων καί των έπιτευγμάτων τοΰ Πραξιτέλη. Τό άγαλμα ήταν φτιαγμένο γιά νά τό βλέπουμε άπό τό πλάι (ή ’Αφροδίτη
άπλωνε τά χέρια της πρός τόν ’Έρωτα).
Θαυμάζουμε κι έδώ τή διαύγεια καί τήν άπλότητα μέ τήν οποία ό καλλιτέχνης έπλασε τό ωραίο σώμα, τόν τρόπο μέ τόν όποιο ύπογράμμισε τά κύρια μέρη του, χωρίς ποτέ τό έργο νά γίνει τραχύ ή ασαφές.



Μιά γενιά μετά τόν Πραξιτέλη, προς τό τέλο τού τέταρτου αιώνα, οί καλλιτέχνες άνακάλυψαν τόν τρόπο νά ζωντανεύουν τά χαρακτηριστικά τού προσώπου χωρίς νά καταστρέφουν τήν ομορφιά τους. Κάτι περισσότερο: έμαθαν πώς νά συλλαμβάνουν τή λειτουργία τής άτομικής ψυχής, τόν ιδιαίτερο χαρακτήρα μιας φυσιογνωμίας, καί
νά φτιάχνουν προσωπογραφίες, μέ τήν έννοια πού δίνουμε έμεΐς στόν όρο.
 Γι’ αύτή τήν καινούρια τέχνη άρχισε νά γίνεται λόγος στόν καιρό τού Μεγάλου Αλεξάνδρου. 

Ό ίδιος ό ’Αλέξανδρος προτιμούσε νά τού κάνει τίς προτομές του ό Λύσιππος- ό αύλικός γλύπτης, ό διασημότερος καλλιτέχνης τής έποχής, πού τά έργα του ήταν τόσο πιστά στή φύση, ώστε άφηναν κατάπληκτους τούς συγχρόνους του. 
Λένε πώς τό κεφάλι τού ’Αλέξανδρου, καμωμένο άπό τόν Λύσιππο,διασώθηκε σ’ ένα αντίγραφο,
πού δείχνει πόσο είχε αλλάξει η Τέχνη από την εποχή του Ηνίοχου των Δελφών ή καί άπό τόν καιρό του Πραξιτέλη, πού ήταν μόνο
μιά γενιά μεγαλύτερος άπό τόν Λύσιππο. Τό κακό μέ τά άρχαΐα άγάλματα είναι, βέβαια, δτι δέν ξέρουμε πόσο έμοιαζαν στό πρότυπό τους. ’Ίσως, άν βλέπαμε μιά φωτογραφία τού ’Αλέξανδρου, νά
τή βρίσκαμε πολύ διαφορετική άπό τήν προτομή. Είναι πιθανό τά άγάλματα τού Λύσιππου νά έμοιαζαν πολύ περισσότερο μέ κάποιο θεό παρά μέ τόν κατακτητή τής ’Ασίας. Αύτό όμως πού μπορούμε νά πούμε είναι τούτο: ένας άνθρωπος σάν τόν ’Αλέξανδρο, πνεύμα άνήσυχο, άφάνταστα προικισμένο άλλά «χαλασμένο» άπό τήν έπιτυχία, μπορεί νά έμοιαζε πραγματικά σ’ αύτή τήν προτομή μέ τά άνασηκωμένα φρύδια καί τή ζωηρή έκφραση.

Ή 'ίδρυση μιας αύτοκρατορίας άπό τόν ’Αλέξανδρο στάθηκε γεγονός τεράστιας σημασίας γιά τήν ελληνική τέχνη, γιατί έτσι, άπό τέχνη πού άφορούσε μόνο μερικές μικρές πόλεις, εξελίχθηκε σέ εικαστική γλώσσα τού μισού περίπου κόσμου. Αύτή ή άλλαγή ήταν επόμενο νά επηρεάσει τό χαρακτήρα της. ’Ονομάζουμε συνήθως τήν τέχνη τής ύστερης αύτής περιόδου ελληνιστική
καί όχι ελληνική, γιατί έτσι άποκαλούν τίς αύτοκρατορίες πού 'ίδρυσαν οί διάδοχοι τού ’Αλέξανδρου στήν ’Ανατολή. Οί πλούσιες πρωτεύουσές τους, ή ’Αλεξάνδρεια στήν Α’ίγυπτο, ή ’Αντιόχεια στή Συρία καί ή Πέργαμος στή Μικρά ’Ασία, ζητούσαν άπό τούς καλλιτέχνες διαφορετικά πράγματα άπό
εκείνα πού είχαν συνηθίσει στήν 'Ελλάδα.

Μερικά από τά κλασικά γλυπτά πού θαύμασαν οί μεταγενέστεροι αΙώνες έγιναν στήν ελληνιστική εποχή. "Οταν βρέθηκε τό γλυπτό τού Λαοκόοντα,
Τό 1506, καλλιτέχνες καί φιλότεχνοι άναστατώθηκαν από τό τραγικό σύμπλεγμα. Παρίστανε τή φοβερή σκηνή πού περιγράφει καί ό Βιργίλιος στήν Αινειάδα: ό Λαοκόων, ένας ιερέας τής Τροίας, προειδοποίησε τούς συμπατριώτες του νά μή δεχτούν τόν Δούρειο "Ιππο, όπου κρύβονταν οί στρατιώτες τών
Ελλήνων. ’Αλλά οί θεοί, πού είχαν άποφασίσει πώς ή Τροία έπρεπε νά καταστραφεΐ κι έβλεπαν τά σχέδιά τους νά ναυαγούν, έστειλαν από τή θάλασσα δυό τεράστια φίδια, πού τυλίχτηκαν γύρω άπό τόν Λαοκόοντα καί τά δύστυχα παιδιά
του καί τούς έπνιξαν. Αύτό είναι ένα άπό τά δείγματα τής παράλογης σκληρότητας τών θεών πού συναντούμε αρκετά συχνά στήν έλληνική καί στή λατινική μυθολογία. 
     Θά ήθελε κανείς νά ξέρει ποιά έντύπωση νά προξένησε ό μύθος στόν "Ελληνα γλύπτη πού έφτιαξε τό έντυπωσιακό άγαλμα. "Ηθελε άραγε νά μάς κάνει νά νιώσουμε τή φρίκη μιας σκηνής, όπου ένα αθώο θύμα δοκιμάζεται έπειδή είπε τήν αλήθεια; ’Ή ήθελε κυρίως νά δείξει πώς ήταν ικανός νά παραστήσει μιά φοβερή καί κατά κάποιο τρόπο συναρπαστική πάλη άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τό έρπετό; Είχε πάντως κάθε λόγο νά είναι περήφανος γιά τή μαστοριά του. Ό τρόπος μέ τόν όποιο οί μύες τού κορμού καί τών χεριών εκφράζουν τήν προσπάθεια καί τήν όδύνη τής άπελπισμένης πάλης, ή έκφραση τού πόνου στό πρόσωπο τού Λαοκόοντα, οί άνίσχυρες συστροφές τών παιδιών του καί ό τρόπος μέ τόν όποιο δλη αύτή ή αναταραχή καί ή κίνηση παγώνει καί
γίνεται ένα σταθερό σύμπλεγμα, προκάλεσαν άπό τήν πρώτη στιγμή τό θαυμασμό Υποψιαζόμαστε δμως, ώρες ώρες, πώς πρόκειται γιά μιά τέχνη πού επιδίωκε ν’ άρέσει στό ϊδιο κοινό πού χαιρόταν τό φρικιαστικό θέαμα τών μονομαχιών. "Ισως δέν είναι σωστό νά κατηγορούμε γι’ αύτό τόν καλλιτέχνη.
Τό γεγονός είναι δτι τότε πιά, στήν ελληνιστική εποχή, ή τέχνη είχε, πιθανότατα,
χάσει σέ μεγάλο βαθμό τήν παλιά σχέση της μέ τή μαγεία καί μέ τή θρησκεία. Οί καλλιτέχνες ένδιαφέρονταν μόνο γιά τά προβλήματα τής ίδιας τής τέχνης τους, καί τό πρόβλημα τής άπεικόνισης μιας τόσο δραματικής πάλης, μέ δλη τήν κίνηση, τήν έκφραση καί τήν έντασή της, ήταν άκριβώς τό
είδος τής δουλειάς πού θά έκρινε τήν έπιδεξιότητα τού καλλιτέχνη. Τό δίκαιο καί τό άδικο, σέ σχέση μέ τή μοίρα τοΰ Λαοκόοντα, δέν απασχόλησαν ίσως καθόλου τόν γλύπτη.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου