Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Β1 -Β2 : 13o Μάθημα Ιστορίας 



                          ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ


2 ) Γλυπτική 

α) Ρομανικός Ρυθμός 

Οί ρομανικές εκκλησίες αρχισαν νά διακοσμούνται για πρώτη φορά μέ
γλυπτά στή Γαλλία, αν καί σ’ αύτή την περίπτωση ή λέξη «διακοσμώ» είναι κάπως παραπλανητική. 'Οτιδήποτε άνήκε στό ναό είχε τόν συγκεκριμένο ρόλο του καί έπρεπε νά έκφράζει μιά συγκεκριμένη άντίληψη σέ σχέση μέ τή διδασκαλία τής Εκκλησίας. 'Η είσοδος τής έκκλησίας τοΰ 'Αγίου Τροφίμου στήν ’Άρλ, στή νότια Γαλλία, πού χτίστηκε τόν δωδέκατο αιώνα, είναι ένα άπό τά πιό ολοκλη- ρωμένα δείγματα αύτοϋ τοΰ ρυθμού.




Τό σχήμα της θυμίζει τή ρωμαϊκή άψίδα θριάμβου.  Στό χώρο πάνω άπό τό ύπέρθυρο — τό τύμπανο, βλέπουμε τόν Χριστό «εν τή δόξη Του», περιτριγυρισμένο άπό τά σύμβολα τών τεσσάρων Εύαγγελιστών. Τά σύμβολα αύτά, τό λιοντάρι τοΰ Μάρκου, ό άγγελος τοΰ Ματθαίου, τό βόδι τοΰ Λουκά καί ό άετός τοΰ Ιωάννη, είναι έμπνευσμένα άπό τή Γραφή. Στήν Παλαιά
Διαθήκη διαβάζουμε γιά τό όραμα τοΰ Ιεζεκιήλ (Τεζ. Α' 4-12), όπου περιγράφει
τό θρόνο τοΰ Θεού, πού τόν κρατούν τέσσερα πλάσματα μέ κεφάλια λιονταριού,

άνθρώπου, βοδιού καί άετοΰ.
Αύτά τά γλυπτά δέν είναι δυνατόν νά είναι τόσο φυσικά, χαριτωμένα καί άνάλαφρα όσο τά κλασικά. Ή επιβλητική αύστηρότητά τους όμως τά κάνει ιδιαίτερα έντυπωσιακά. Βλέπεις αμέσως τί παριστά- νουν, καί ταιριάζουν πολύ καλύτερα μέ τό μεγαλείο δλου τού κτιρίου.


β ) Γοτθικός Ρυθμός




’Ακόμη καί άπό μακριά, αυτά τά άπίστευτα κτίσματα  (οι γοτθικοί ναοί ) μοιάζουν νά διαλαλούν
τή δόξα των ουρανών. Ή πρόσοψη τής Παναγίας τών Παρισίων είναι ίσως τό
τελειότερο άπ’ όλα. Τόσο διαφανής καί άνετη είναι ή διάταξη πυλών και των παραθύρων, τόσο ανάλαφρο
καί γεμάτο χάρη τό λιθό-
γλυπτο δικτύωμα τοΰ εξώστη, ώστε
ξεχνάμε τό βάρος τοΰ πέτρινου αυτού
όγκου καί όλο τό κτίριο μοιάζει
νά άνυψώνεται μπροστά μας σάν άν-
τικατοπτρισμός.





Παρόμοια αίσθηση ελαφράδας καί έλλειψης βάρους δίνουν καί τά
γλυπτά πού πλαισιώνουν τις πύλες
σάν ούράνια στρατιά. Ένώ ό τεχνίτης τής ρομανικής ”Αρλ,  εκανε τις μορφές τών άγιων του νά μοιάζουν μέ συμπαγείς πεσσούς, στέρεα ενσωματωμένους στόν άρχιτεκτονικό σκελετό, ό μάστορας
πού δούλεψε στή βόρεια πύλη
τοΰ καθεδρικού ναού τής Chartres,
 έδωσε ζωή σέ καθεμιά άπό τις μορφές του. Μοιάζουν νά κινούνται, ν’ άλληλοκοιτάζονται μέ σοβαρότητα, ένώ ή ροή τών πτυχών ύποδηλώνει, γι’ άλλη μιά φορά, πώς κάτω άπ’ αύτές υπάρχει ένα άνθρώπινο σώμα. Κάθε μορφή χαρακτηρίζεται καθαρά καί θά
μπορούσε νά τήν άναγνωρίσει όποιος ξέρει τήν Παλαιά Διαθήκη. Δέ δυσκολευόμαστε νά διακρίνουμε τόν ’Αβραάμ· είναι ό γέροντας πού κρατάει τό γιό του τόν ’Ισαάκ, έτοιμο γιά τή θυσία. Ό Μωυσής ξεχωρίζει έπίσης εύκολα, γιατί
κρατάει τίς Δέκα ’Εντολές χαραγμένες σέ πλάκες, καί έχει πλάι του τήν κολόνα μέ τόν χαλκουν δφιν, μέ τόν όποιο γιάτρεψε τούς ’Ισραηλίτες. Στά δεξιά τοΰ ’Αβραάμ είναι ό Μελχισεδέκ, βασιλιάς τοΰ Σαλήμ, γιά τόν όποιο ή 'Αγία Γραφή (Γένεσις ΙΔ', ι 8 ) μάς λέει πώς ήταν ίερεος του Θεοϋ τού υψίστοϋ καί ότι έξήνεγκε άρτους και οίνον γιά νά υποδεχτεί τόν Αβραάμ ύστερα άπό μιά νικηφόρα
μάχη. Γι’ αύτή του τήν ιδιότητα ή μεσαιωνική θεολογία τόν άντιμετώπιζε ώς τό άρχικό πρότυπο τοΰ Ιερέα πού μεταδίδει τά άχραντα μυστήρια καί έτσι έχει ώς διακριτικό τό δισκοπότηρο καί τό θυμιατήρι. Μέ τόν ίδιο τρόπο έπισημαίνονται καθαρά μέ κάποιο σύμβολο όλες οί μορφές πού συνωστίζονται στίς πύλες τών μεγάλων γοτθικών καθεδρικών ναών, γιά νά κατανοούν καί νά στοχάζονται οΐ πιστοί τό νόημα καί τό μήνυμά τους. "Ολες μαζί άποτελοΰν μιά εξίσου ολοκληρωμένη ένσάρκωση τής διδασκαλίας τής ’Εκκλησίας όσο καί τά έργα πού μάς άπασχόλησαν στό προηγούμενο κεφάλαιο. Νιώθουμε ώστόσο πώς ό γλύπτης τής γοτθικής περιόδου άντιμετώπισε τό ρόλο του μ’ ένα καινούριο πνεύμα. Κατά τήν ιδέα του, τά άγάλματα δέν είναι μόνο ιερά σύμβολα, επιβλητικές υπομνήσεις μιας ηθικής άλήθειας. Τό καθένα θά πρέπει νά άντιπροσώπευε γι’ αύτόν μιάν αύτοδύναμη μορφή, διαφορετική άπό τή διπλανή στή στάση καί στόν τύπο τής ομορφιάς, εμποτισμένη μέ προσωπικό ήθος.

Ή Εικόνα  από τόν γοτθικό καθεδρικό ναό τού Στρασβούργου, πού χτίστηκε στις αρχές τού δέκατου τρίτου αιώνα, δείχνει τό νέο πνεύμα μέ τό όποιο δούλευαν οί γλύπτες. Παριστάνει τό θάνατο τής Παναγίας. Οί δώδεκα ’Απόστολοι περιστοιχίζουν την κλίνη τηςενώ ή Μαρία ή Μαγδαληνή γονατίζει μπροστά της. Ό Χριστός, στό κέντρο, δέχεται τήν ψυχή τής Παναγίας στήν άγκαλιά του. Βλέπουμε ότι ό καλλιτέχνης προσπαθούσε ακόμη νά κρατήσει κάτι από τήν
 ίερόπρεπη συμμετρία τής προηγούμενης περιόδου. Μπορούμε νά φανταστούμε
ότι σχεδίασε σέ πρώτη φάση τό σύμπλεγμα γιά νά τοποθετήσει τά κεφάλια τών ’Αποστόλων γύρω από τήν άψίδα, μέ τούς δυό ’Αποστόλους κοντά στό κρεβάτι, σέ άντιστοιχία τόν ένα μέ τόν άλλο, καί μέ τή μορφή τού Χριστού στή μέση. Δέν τόν Ικανοποιούσε όμως πιά μιά καθαρά συμμετρική διάταξη, όπως τόν τεχνίτητού 12ου αιώνα,Είναι φανερό πώς ήθελε νά δώσει ζωή στις μορφές του. Βλέπουμε μιάν έκφραση πένθους στά ώραΐα πρόσωπα τών Αποστόλων, μέ τ’ άνασηκωμένα φρύδια τους καί τό γεμάτο ένταση βλέμμα.
Τρεις απ’ αύτούς σηκώνουν στό πρόσωπο τά χέρια, σέ μιά παραδοσιακή χειρονομία θλίψης. Πιό εκφραστικό άκόμη είναι τό πρόσωπο καί ή φιγούρα τής Μαρίας τής Μαγδαληνής, πού είναι σωριασμένη μπροστά στό κρεβάτι σφίγγοντας τά χέρια — καί είναι αξιοθαύμαστο πώς ό καλλιτέχνης κατόρθωσε νά δώσειτήν αντίθεση ανάμεσα στα δικά της χαρακτηριστικά καί στό γαλήνιο, μακάριο
Ή Κοίμηση πρόσωπο τής Παναγίας. Οί πτυχές δέν είναι πιά εδώ τό άδειο κέλυφος καί οί
ζή; Θεοτόκου καθαρά διακοσμητικές σπείρες πού βλέπουμε στά πρώτα μεσαιωνικά έργα. Οί
 καλλιτέχνες τής γοτθικής έποχής προσπάθησαν νά καταλάβουν, σέ δ,τι άφορά  τίς πτυχώσεις πού περιβάλλουν τό σώμα, τήν τεχνική τών άρχαίων πού είχε φτάσει ώς αυτούς. Μπορεί νά άναζήτησαν διδάγματα σέ δ,τι είχε άπομείνει άπό τά είδωλολατρικά έργα, τίς ρωμαϊκές ταφόπετρες καί τίς άψίδες τοΰ θριάμβου, πού είχαν διασωθεί σέ υπολογίσιμο άριθμό στή Γαλλία. ’Έτσι ξαναβρήκαν πάλι
τή χαμένη κλασική τέχνη, πού άφηνε νά διαγραφεϊ ή δομή τοΰ σώματος κάτω άπό τίς πτυχές. Πράγματι, ό καλλιτέχνης αισθανόταν περήφανος πού μπορούσε νά έφαρμόσει αυτή τή δύσκολη τεχνική. Ό τρόπος μέ τόν όποϊο φαίνονται κάτω άπό τό ύφασμα τά πόδια καί τά χέρια τής Παναγίας, καθώς καί τό χέρι τοΰ Χριστοΰ, μαρτυρεί πώς αύτοί οί γλύπτες δέν ένδιαφέρονταν πιά μόνο γιά τό τί
παρίσταναν, άλλά καί γιά τό πώς θά τό παρίσταναν. Γιά άλλη μιά φορά, δπως στήν έποχή τής μεγάλης άφύπνισης στήν Ελλάδα, άρχιζαν νά έξετάζουν τή φύση, όχι τόσο γιά νά τή μιμηθοΰν, άλλά γιά νά μάθουν άπό αύτήν πώς νά καταστήσουν πειστική μιά μορφή. Υπάρχει ώστόσο τεράστια διαφορά άνάμεσα στήν έλληνική καί στή γοτθική τέχνη, άνάμεσα στήν τέχνη τοΰ ναοΰ καί τήν τέχνη τής καθεδρικής εκκλησίας. Οί "Ελληνες καλλιτέχνες τοΰ πέμπτου αιώνα π.Χ. ένδιαφέρονταν κυρίως νά πλάσουν τήν εικόνα τοΰ ώραίου σώματος. Γιά τούς καλλιτέχνες τής γοτθικής έποχής, όλες αυτές οί μέθοδοι καί τά τεχνάσματα άποτελοΰσαν μέσα πού όδηγοΰσαν σ’ ένα σκοπό: νά άφηγηθοΰν τίς ιστορίες τής Γ ραφής πιό πειστικά καί πιό συγκινητικά. Δέν άφηγοΰνται γιά χάρη τής ίδιαςτής αφήγησης, αλλά για χάρη τοϋ μηνύματος της, καθώς καί γιά τήν παρηγοριά καί τό φρονηματισμό πού μπορούσαν ν’ άποκομίσουν οί πιστοί. Ή στάση τοΰ Χρίστου, όπως κοιτάζει τήν Παναγία τήν ώρα πού πεθαίνει, ήταν άσφαλώς σημαντικότερη γιά τόν καλλιτέχνη άπό τήν επιδέξια άπόδοση των μυώνων.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου