Β1-Β2 : 12ο Μάθημα Ιστορίας
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΈΧΝΗ
1) Αρχιτεκτονική
α) Νορμανδικός ή Ρομανικός ρυθμός : 11ος -12ος αιώνας
Ό δωδέκατος αιώνας, όπως ξέρουμε, ήταν ό αίώνας των Σταυρο-
φοριών. Φυσικό ήταν νά ύπάρχει περισσότερη έπαφή άπό πρίν μέ τή βυζαντινή τέχνη, καί πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν τότε νά μιμηθοΰν καί νά συναγωνιστούν τά μεγαλόπρεπα έργα τής ’Ανατολικής Εκκλησίας.
Διασώζει την ανάμνηση της Ρωμαϊκής Βασιλικής ( του ορθογώνιου κτιρίου ) Τό βασικό σχέδιο ήταν συνήθως τό ίδιο — ό κυρίως ναός, πού κατέληγε σέ μιά κόγχη, καί δύο ή τέσσερα κλίτη στά πλάγια. Μερικές φορές τό απλό αυτό σχέδιο έμπλουτιζόταν μέ προσθήκες. Μερικοί άρχιτέκτονες έχτιζαν έκκλησίες σέ σχήμα σταυρού, προσθέτοντας έτσι έναν νέο χώρο άνάμεσα στήν κόγχη καί στόν κυρίως ναό, τό έγκάρσιο κλίτος.
Ή γενική έντύπωση πού δίνουν οί νορμανδικές ή ρομανικές εκκλησίες διαφέρει ωστόσο πολύ από εκείνη πού δίνουν οί βασιλικές. Στίς πρώτες βασιλικές χρησιμοποιήθηκαν κλασικοί κίονες μέ οριζόντιο θριγκό. Στίς ρομανικές καί τίς νορμανδικές έχουμε συνήθως στρογγυλές αψίδες πού τίς ύποστηρίζουν συμπαγείς στύλοι. Ή γενική έντύπωση από αυτές τίς εκκλησίες, τόσο απέξω όσο καί μέσα, είναι μιά αίσθηση έπιβλητικής δύναμης.
Υπάρχουν λιγοστές μόνο διακοσμήσεις,
μετρημένα παράθυρα, άλλά κυρίως στέρεοι ατόφιοι τοίχοι καί πύργοι, πού μάς θυμίζουν μεσαιωνικό κάστρο.
Αυτοί οί ρωμαλέοι καί σχεδόν προκλητικοί πέτρινοι όγκοι πού ύψωσε ή Εκκλησία σέ τόπους όπου ζοΰσαν χωρικοί καί πολεμιστές πού μόλις είχαν προσηλυτιστεί, εκφράζουν τήν ίδια τήν έννοια τής Στρατευόμενης Εκκλησίας — τήν πεποίθηση πώς έργο τής Εκκλησίας επί τής γης είναι νά μάχεται τίς δυνάμεις τοΰ σκότους έως ότου άνατείλει ή ώρα τοΰ θριάμβου, τήν ήμέρα τής Κρίσης.
"Ολους τούς άξιους άρχιτέκτονες τούς απασχολούσε τό ίδιο πρόβλημα: πώς νά φτιάξουν μιά πέτρινη σκεπή αντάξια γι’ αύτά τά έντυπωσιακά πέτρινα κτίρια. Οί ξύλινες σκεπές πού είχαν χρησιμοποιηθεί γιά τις βασιλικές δέν είχαν μεγαλοπρέπεια κι έπιαναν εύκολα φωτιά. Ή ρωμαϊκή τέχνη τής θολωτής στέγης απαιτούσε, γιά τόσο μεγάλα κτίρια, πολλές τεχνικές καί μαθηματι- κές γνώσεις, πού είχαν σέ σημαντικό βαθμό χαθεί. ’Έτσι, ό ενδέκατος καί ό δωδέκατος αιώνας ήταν μιά περίοδος άκατάπαυστου πειραματισμού. Δέν ήταν εύκολο πράγμα νά καλύψει κανείς ολόκληρο τό πλάτος τού κυρίως ναού μέ
θολωτή σκεπή. Ή άπλούστερη λύση ήταν, όπως φαινόταν, νά γεφυρωθεΐ ή απόσταση, όπως ενώνουμε μέ γέφυρα τίς δυό όχθες ενός ποταμού. Τοποθετούσαν , λοιπόν , καί στίς δυό πλευρές πελώριους πεσσούς γιά νά ύποστηρίξουν τά τόξα αύτών των «γεφυριών». Γρήγορα όμως κατάλαβαν πώς μιά τέτοια θολωτή σκεπή έπρεπε νά είναι πολύ στερεά συναρμολογημένη γιά νά μήν
πέσει, καί πώς τό βάρος πού είχαν οί πέτρες ήταν πολύ μεγάλο. Γιά νά σηκώσουν αύτό τό τεράστιο φορτίο, χρειάστηκαν τεράστιοι όγκοι από πέτρες γιά τίς πρώτες θολωτές σκεπές κυλινδρικού τύπου.
Οί Νορμανδοί άρχιτέκτονες άρχισαν λοιπόν νά δοκιμάζουν μιάν άλλη μέθοδο. Κατάλαβαν πώς δέν ήταν άνάγκη νά γίνεται όλη ή σκεπή τόσο βαριά. Έφτανε νά γεφυρωθεΐ ή απόσταση μέ μερικά στέρεα τόξα καί νά καλυφθούν τά ένδιάμεσα από ελαφρότερο ύλικό. Διαπιστώθηκε πώς ό αποτελεσματικοτερος τρόπος ήταν νά συνδέουν έγκάρσια τά τόξα ή τίς «νευρώσεις» ανάμεσα στούς πεσσούς καί νά γεμίζουν τά ένδιάμεσα τριγωνικά τμήματα. Τόν τρόπο αύτόν, πού έμελλε ν’ αλλάξει ριζικά τίς δομικές μεθόδους , τόν βρίσκουμε ήδη στον νορμανδικό καθεδρικό ναό τού Ντάραμ, στήν ’Αγγλία, άν καί ό αρχιτέκτονας πού σχεδίασε, λίγο μετά τή νορμανδική κατάκτηση, τήν πρώτη «θολωτή σκεπή μέ νευρώσεις» γιά τό μεγαλειώδες έσωτερικό του δέν είχε συνειδητοποιήσει όλες τίς τεχνικές δυνατότητες πού τού προσφέρονταν.
β ) Γοτθικός Ρυθμός : 13ος αιώνας
Μόλις κατόρθωσαν οί καλλιτέχνες νά φτιάξουν τις θολωτές σκεπές στις έκκλησίες τους καί νά διαρρυθμίσουν τά άγάλματά τους μέ τόν νέο, μεγαλόπρεπο τρόπο, μιά καινούρια αντίληψη έκανε όλες αυτές τiς νορμανδικές καί τις ρομανικές έκκλησίες νά φανούν αδέξιες καί ξεπερασμένες.
Ή νέα αντίληψη γεννήθηκε στή βόρεια Γαλλία. Ήταν ή άρχή πού διέπει τόν Γοτθικό ρυθμό. Φαινομενικά, θά έλεγε κανείς ότι έπρόκειτο γιά τεχνική κυρίως έπινόηση, αλλά άν λογαριάσουμε τίς συνέπειές της, είναι κάτι πολύ σημαντικότερο.
’Ανακάλυψαν τότε πώς ή μέθοδος τής θολωτής σκεπής μέ διασταυρούμενα τόξα θά μπορούσε νά έξελιχθεΐ μέ πολύ μεγαλύτερη συνέπεια καί μέ πολύ μεγαλύτερο εύρος άπό ό,τι φαντάστηκαν ποτέ οί αρχιτέκτονες τού ρομανικού ρυθμού. "Αν αλήθευε ότι οί πεσσοί ήταν άρκετοί γιά νά υποστηρίξουν τίς άψί-
δες, ανάμεσα στις όποιες οί άλλες πέτρες ήταν άπλό παραγέμισμα, τότε όλοι οί συμπαγείς τοίχοι ανάμεσα στούς πεσσούς ήταν, ούσιαστικά, περιττοί. Θά μπορούσε κανείς νά στήσει έναν πέτρινο σκελετό πού θά στήριζε ολο τό κτίριο.
Τό μόνο πού χρειαζόταν ήταν λεπτοί πεσσοί καί στενές νευρώσεις. 'Οτιδήποτε άλλο, μπορούσε νά παραλειφθεί χωρίς νά κινδυνεύει νά σωριαστεί ό σκελετός. Οί βαριοί πέτρινοι τοίχοι ήταν άχρηστοι· στή θέση τους μπορούσαν νά μπούν μεγάλα παράθυρα. ’Ιδανικό των αρχιτεκτόνων έγινε τότε νά χτίζουν έκκλησίες μέ τόν τρόπο πού έμεΐς φτιάχνουμε θερμοκήπια. Δέν είχαν βέβαια χαλύβδινους σκελετούς ή σιδερένια δοκάρια — αύτά έπρεπε νά τά κάνουν άπό πέτρα, πράγμα πού άπαιτούσε διεξοδικό καί προσεχτικό υπολογισμό. ’Εφόσον όμως ό υπολογισμός αυτός ήταν σωστός, ήταν δυνατόν νά γίνει μιά εκκλησία έντελώς νέου τύπου: ένα κτίριο άπό πέτρα καί γυαλί, τέτοιο πού δέν είχε γνωρίσει ως τότε ό κόσμος.
Αύτή είναι ή βασική ιδέα τού γοτθικού καθεδρικού ναού, πού αναπτύχθηκε στή βόρειο Γαλλία άπό τά μέσα τού δωδέκατου αιώνα.
Βέβαια, ή άρχή των σταυρωτών νευρώσεων δέν ήταν, αύτή μόνο, άρκετή γιά τήν επανάσταση πού άποτελούσε ό γοτθικός ρυθμός. Χρειάστηκαν καί μερικές άλλες τεχνικές έπινοήσεις γιά νά πραγματωθεί τό θαύμα. Οί στρογγυλές αψίδες τοΰ ρομανικού ρυθ-
μού, π.χ., ήταν ακατάλληλες γιά τό σκοπό πού τις ήθελαν οι νέοι
αρχιτέκτονες.
Ό λόγος είναι ετούτος: άν θέλω νά γεφυρώσω
την απόσταση άνάμεσα σέ δυό πεσσούς μέ μιά ήμικυκλική αψίδα,
ένας μόνο τρόπος υπάρχει. Ό θόλος θά έχει πάντα ένα συγκεκριμένο ύψος, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. ”Αν θέλω νά φτάσει πιό ψηλά, πρέπει νά κάνω τήν άψίδα πιό οξεία. Ή καλύτερη λύση στην προκειμέ- νη περίπτωση είναι νά έγκαταλείψει κανείς τή στρογγυλή άψίδα καί στή θέση της νά συναρμολογήσει δυό τμήματα. Αύτή είναι ή άρχή τής οξυκόρυφης άψίδας. Τό μεγάλο της πλεονέκτημα είναι ότι μπορεί νά γίνεται λιγότερο ή περισσότερο αιχμηρή, άνάλογα μέ τίς ανάγκες .Υπήρχε άκόμη ένα πρόβλημα. Οί βαριές πέτρες τής θολωτής σκεπής δέν
πίεζαν μόνο πρός τά κάτω, άλλά καί πρός τά πλάγια, όπως τό τεντωμένο τόξο.
Ή αιχμηρή άψίδα ήταν καί εδώ προτιμότερη άπό τήν ήμικυκλική, άλλά, καί σέ αύτή τήν περίπτωση, οί πεσσοί δέν άρκούσαν γιά ν’ άντέξουν στήν πρός τά έξω πίεση. Χρειάζονταν ίσχυρά πλαίσια γιά νά συγκρατήσουν όλόκληρο τό κτίριο. Στήν άψιδοστοιχία τοΰ πλάγιου κλίτους δέν υπήρχε μεγάλη δυσκολία.
Οί άντηρίδες μπορούσαν νά χτιστούν άπέξω. Πώς θά λυνόταν όμως τό πρόβλημα του κυρίως ναού; Αύτό έπρεπε νά στηριχτεί άπέξω, πάνω άπό τίς στέγες των πλάγιων κλιτών. Τό πέτυχαν μέ τίς «ιπτάμενες» άντηρίδες, πού συμπληρώνουντό σκελετό τοΰ γοτθικού θόλου. Ή γοτθική έκκλησία μοιάζει νά αίωρείται άνάμεσα σ’ αυτές τίς λεπτές πέτρινες δομές, όπως ότροχός τοΰ ποδηλάτου υποβαστάζει τό φορτίο του χάρη στις λεπτές άκτίνες
του. Καί στίς δυό περιπτώσεις, ή ισοδύναμη κατανομή τοΰ βάρους
είναι πού δίνει τή δυνατότητα νά μειωθούν όλο καί περισσότερο τά δομικά ύλικά, χωρίς νά κινδυνέψει ή στερεότητα τοΰ συνόλου.
Δέν θά ήταν, εν τούτοις, σωστό ν’ άντιμετωπίζουμε αύτές τίς εκκλησίες κυρίως σάν άθλους μηχανικής. Οί καλλιτέχνες φρόντισαν νά μάς κάνουν νά νιώθουμε καί νά χαιρόμαστε τήν τόλμη του σχεδίου τους. "Οταν βρισκόμαστε
στό εσωτερικό μιάς γοτθικής έκκλησίας άρχίζουμε νά καταλαβαίνουμε τήν περίπλοκη άμοιβαιότητα τής ώθησης καί τής έλξης πού συγκρατεί τόν ψηλό θόλο. Δέν ύπάρχουν πουθενά γυμνοί τοίχοι ή συμπαγείς πεσσοί. "Ολο τό έσωτερικό μοιάζει νά διαμορφώνεται άπό λεπτούς κιονίσκους καί νευρώσεις: τό διχτυωτό πλέγμα τους καλύπτει τή θολωτή σκεπή καί διατρέχει τούς τοίχους τοΰ κυρίως ναού γιά νά τό συλλέξουν οί πεσσοί πού σχηματίζονται από μιά δέσμη πέτρινων ράβδων.
’Ακόμη καί τά παράθυρα καλύπτονται άπό αυτές τίς περιπλεγμένες γραμμές, πού ονομάζονται λιθόγλυπτες διακοσμητικές καμπύλες.Τώρα, τό όραμα αυτό είχε κατέβει άπό τόν ουρανό στή γη. Οί τοίχοι αυτών των κτιρίων δέν ήταν ψυχροί καί εχθρικοί. Ήταν άπό χρωματιστό γυαλί, πού είχε τήν ίδια λάμψη μέ τά ρουμπίνια καί τά σμαράγδια. Οί πεσσοί, οί νευρώσεις, οί λιθόγλυπτες καμπύλες λαμποκοπούσαν άπό χρυσάφι. 'Οτιδήποτε
βαρύ, γήινο, πληκτικό είχε καταργηθεΐ. Οί πιστοί πού παραδίνο- νταν στήν ενατένιση όλης αύτής τής όμορφιάς θά ένιωθαν πώς είχαν φτάσει πλησιέστερα στό μυστήριο ενός κόσμου πού βρίσκεται πέρα άπό τήν ύλη.
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΈΧΝΗ
1) Αρχιτεκτονική
Σήμερα είναι δύσκολο νά φανταστούμε τί σήμαινε ή εκκλησία γιά τόν άνθρωπο εκείνης τής έποχής. ’Ίσως μόνο σέ μερικά παλαιά, άπομονωμένα χωριά μπορούμε άκόμη νά σχηματίσουμε κάποια άμυδρή ιδέα γιά τή σημασία πού είχε τότε. Ή έκκλησία ήταν συχνά τό μόνο πέτρινο κτίσμα στήν περιοχή' ήταν τό μόνο μεγάλο κτίριο σέ άκτίνα πολλών χιλιομέτρων, καί τό καμπαναριό της ήταν όρόσημο γιά όποιον έρχόταν άπό μακριά. Τήν Κυριακή, τήν ώρα τής λειτουργίας, όλοι σχεδόν οί κάτοικοι μαζεύονταν έκεΐ, καί ή διαφορά άνάμεσα στό ψηλό κτίριο καί στά πρωτόγονα ταπεινά σπίτια τους θά πρέπει νά ήταν συγκλονιστική. Δέν είναι λοιπόν παράξενο πού όλόκληρη ή κοινότητα ένδιαφερόταν γιά τήν ανέγερση τής έκκλησίας καί καμάρωνε γιά τή διακόσμησή της.
’Ακόμη καί άπό οικονομική άποψη, τό χτίσιμο ενός καθεδρικού ναού, πού έπαιρνε χρόνια ολόκληρα, πρέπει νά μεταμόρφωνε κυριολεκτικά τήν πόλη. Ή έξαγωγή τής πέτρας άπό τά λατομεία, ή μεταφορά της, οί σκαλωσιές πού έπρεπε νά στηθούν, ή πρόσληψη πλανόδιων τεχνιτών πού διηγούνταν ιστορίες άπό μακρινά μέρη, όλα αύτά άποτελούσαν τότε σπουδαίο γεγονός.
Ό δωδέκατος αιώνας, όπως ξέρουμε, ήταν ό αίώνας των Σταυρο-
φοριών. Φυσικό ήταν νά ύπάρχει περισσότερη έπαφή άπό πρίν μέ τή βυζαντινή τέχνη, καί πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν τότε νά μιμηθοΰν καί νά συναγωνιστούν τά μεγαλόπρεπα έργα τής ’Ανατολικής Εκκλησίας.



μετρημένα παράθυρα, άλλά κυρίως στέρεοι ατόφιοι τοίχοι καί πύργοι, πού μάς θυμίζουν μεσαιωνικό κάστρο.
Αυτοί οί ρωμαλέοι καί σχεδόν προκλητικοί πέτρινοι όγκοι πού ύψωσε ή Εκκλησία σέ τόπους όπου ζοΰσαν χωρικοί καί πολεμιστές πού μόλις είχαν προσηλυτιστεί, εκφράζουν τήν ίδια τήν έννοια τής Στρατευόμενης Εκκλησίας — τήν πεποίθηση πώς έργο τής Εκκλησίας επί τής γης είναι νά μάχεται τίς δυνάμεις τοΰ σκότους έως ότου άνατείλει ή ώρα τοΰ θριάμβου, τήν ήμέρα τής Κρίσης.

θολωτή σκεπή. Ή άπλούστερη λύση ήταν, όπως φαινόταν, νά γεφυρωθεΐ ή απόσταση, όπως ενώνουμε μέ γέφυρα τίς δυό όχθες ενός ποταμού. Τοποθετούσαν , λοιπόν , καί στίς δυό πλευρές πελώριους πεσσούς γιά νά ύποστηρίξουν τά τόξα αύτών των «γεφυριών». Γρήγορα όμως κατάλαβαν πώς μιά τέτοια θολωτή σκεπή έπρεπε νά είναι πολύ στερεά συναρμολογημένη γιά νά μήν
πέσει, καί πώς τό βάρος πού είχαν οί πέτρες ήταν πολύ μεγάλο. Γιά νά σηκώσουν αύτό τό τεράστιο φορτίο, χρειάστηκαν τεράστιοι όγκοι από πέτρες γιά τίς πρώτες θολωτές σκεπές κυλινδρικού τύπου.

β ) Γοτθικός Ρυθμός : 13ος αιώνας


δες, ανάμεσα στις όποιες οί άλλες πέτρες ήταν άπλό παραγέμισμα, τότε όλοι οί συμπαγείς τοίχοι ανάμεσα στούς πεσσούς ήταν, ούσιαστικά, περιττοί. Θά μπορούσε κανείς νά στήσει έναν πέτρινο σκελετό πού θά στήριζε ολο τό κτίριο.
Τό μόνο πού χρειαζόταν ήταν λεπτοί πεσσοί καί στενές νευρώσεις. 'Οτιδήποτε άλλο, μπορούσε νά παραλειφθεί χωρίς νά κινδυνεύει νά σωριαστεί ό σκελετός. Οί βαριοί πέτρινοι τοίχοι ήταν άχρηστοι· στή θέση τους μπορούσαν νά μπούν μεγάλα παράθυρα. ’Ιδανικό των αρχιτεκτόνων έγινε τότε νά χτίζουν έκκλησίες μέ τόν τρόπο πού έμεΐς φτιάχνουμε θερμοκήπια. Δέν είχαν βέβαια χαλύβδινους σκελετούς ή σιδερένια δοκάρια — αύτά έπρεπε νά τά κάνουν άπό πέτρα, πράγμα πού άπαιτούσε διεξοδικό καί προσεχτικό υπολογισμό. ’Εφόσον όμως ό υπολογισμός αυτός ήταν σωστός, ήταν δυνατόν νά γίνει μιά εκκλησία έντελώς νέου τύπου: ένα κτίριο άπό πέτρα καί γυαλί, τέτοιο πού δέν είχε γνωρίσει ως τότε ό κόσμος.
Αύτή είναι ή βασική ιδέα τού γοτθικού καθεδρικού ναού, πού αναπτύχθηκε στή βόρειο Γαλλία άπό τά μέσα τού δωδέκατου αιώνα.
Βέβαια, ή άρχή των σταυρωτών νευρώσεων δέν ήταν, αύτή μόνο, άρκετή γιά τήν επανάσταση πού άποτελούσε ό γοτθικός ρυθμός. Χρειάστηκαν καί μερικές άλλες τεχνικές έπινοήσεις γιά νά πραγματωθεί τό θαύμα. Οί στρογγυλές αψίδες τοΰ ρομανικού ρυθ-
μού, π.χ., ήταν ακατάλληλες γιά τό σκοπό πού τις ήθελαν οι νέοι
αρχιτέκτονες.
Ό λόγος είναι ετούτος: άν θέλω νά γεφυρώσω

ένας μόνο τρόπος υπάρχει. Ό θόλος θά έχει πάντα ένα συγκεκριμένο ύψος, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. ”Αν θέλω νά φτάσει πιό ψηλά, πρέπει νά κάνω τήν άψίδα πιό οξεία. Ή καλύτερη λύση στην προκειμέ- νη περίπτωση είναι νά έγκαταλείψει κανείς τή στρογγυλή άψίδα καί στή θέση της νά συναρμολογήσει δυό τμήματα. Αύτή είναι ή άρχή τής οξυκόρυφης άψίδας. Τό μεγάλο της πλεονέκτημα είναι ότι μπορεί νά γίνεται λιγότερο ή περισσότερο αιχμηρή, άνάλογα μέ τίς ανάγκες .Υπήρχε άκόμη ένα πρόβλημα. Οί βαριές πέτρες τής θολωτής σκεπής δέν
πίεζαν μόνο πρός τά κάτω, άλλά καί πρός τά πλάγια, όπως τό τεντωμένο τόξο.

Οί άντηρίδες μπορούσαν νά χτιστούν άπέξω. Πώς θά λυνόταν όμως τό πρόβλημα του κυρίως ναού; Αύτό έπρεπε νά στηριχτεί άπέξω, πάνω άπό τίς στέγες των πλάγιων κλιτών. Τό πέτυχαν μέ τίς «ιπτάμενες» άντηρίδες, πού συμπληρώνουντό σκελετό τοΰ γοτθικού θόλου. Ή γοτθική έκκλησία μοιάζει νά αίωρείται άνάμεσα σ’ αυτές τίς λεπτές πέτρινες δομές, όπως ότροχός τοΰ ποδηλάτου υποβαστάζει τό φορτίο του χάρη στις λεπτές άκτίνες
του. Καί στίς δυό περιπτώσεις, ή ισοδύναμη κατανομή τοΰ βάρους
είναι πού δίνει τή δυνατότητα νά μειωθούν όλο καί περισσότερο τά δομικά ύλικά, χωρίς νά κινδυνέψει ή στερεότητα τοΰ συνόλου.
Δέν θά ήταν, εν τούτοις, σωστό ν’ άντιμετωπίζουμε αύτές τίς εκκλησίες κυρίως σάν άθλους μηχανικής. Οί καλλιτέχνες φρόντισαν νά μάς κάνουν νά νιώθουμε καί νά χαιρόμαστε τήν τόλμη του σχεδίου τους. "Οταν βρισκόμαστε
στό εσωτερικό μιάς γοτθικής έκκλησίας άρχίζουμε νά καταλαβαίνουμε τήν περίπλοκη άμοιβαιότητα τής ώθησης καί τής έλξης πού συγκρατεί τόν ψηλό θόλο. Δέν ύπάρχουν πουθενά γυμνοί τοίχοι ή συμπαγείς πεσσοί. "Ολο τό έσωτερικό μοιάζει νά διαμορφώνεται άπό λεπτούς κιονίσκους καί νευρώσεις: τό διχτυωτό πλέγμα τους καλύπτει τή θολωτή σκεπή καί διατρέχει τούς τοίχους τοΰ κυρίως ναού γιά νά τό συλλέξουν οί πεσσοί πού σχηματίζονται από μιά δέσμη πέτρινων ράβδων.
’Ακόμη καί τά παράθυρα καλύπτονται άπό αυτές τίς περιπλεγμένες γραμμές, πού ονομάζονται λιθόγλυπτες διακοσμητικές καμπύλες.Τώρα, τό όραμα αυτό είχε κατέβει άπό τόν ουρανό στή γη. Οί τοίχοι αυτών των κτιρίων δέν ήταν ψυχροί καί εχθρικοί. Ήταν άπό χρωματιστό γυαλί, πού είχε τήν ίδια λάμψη μέ τά ρουμπίνια καί τά σμαράγδια. Οί πεσσοί, οί νευρώσεις, οί λιθόγλυπτες καμπύλες λαμποκοπούσαν άπό χρυσάφι. 'Οτιδήποτε
βαρύ, γήινο, πληκτικό είχε καταργηθεΐ. Οί πιστοί πού παραδίνο- νταν στήν ενατένιση όλης αύτής τής όμορφιάς θά ένιωθαν πώς είχαν φτάσει πλησιέστερα στό μυστήριο ενός κόσμου πού βρίσκεται πέρα άπό τήν ύλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου