Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

           

         ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Το σπίτι μας


Ας παίζει το τρανζιστοράκι, ας μεταδίδει
τη θεία λειτουργία ή παλιές οπερέτες
και τα παντζούρια ας μένουν πάντα ανοιχτά,
τα φώτα ας είναι όλα αναμμένα.

Ας δίνει μια επίφαση ειρήνης
το ταραγμένο σπίτι μας. Όταν γυρνώ απ’ τη δουλειά
κατάκοπος, ας μη τα βρίσκω όλα
κλειστά και θεοσκότεινα, κι η γριά στο ντιβάνι,
μόλις η πόρτα ανοίξει, ν’ αρχινάει τα βογγητά.

Όσο αντέχουμε ακόμα τα τραγούδια,
λιγότερο θανάσιμη γίνεται η μουγκαμάρα,
ο θάνατος, θαρρείς, μας τριγυρίζει πιο δειλά.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ντίνος Χριστιανόπουλος / Ποιήματα (Ιανός, 2004)

ΤΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΩ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΑΣ

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα


Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,

κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;

(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ἀνυπεράσπιστος Καημός»



Τὸ Δάσος

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα καὶ κλαδιὰ
κι ἔρχονται τὰ πουλιὰ τοῦ ἔρωτα καὶ κελαηδοῦνε.

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
οἱ σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στὶς λόχμες του ὁ φόβος ἐνεδρεύει.

Ζῷα μικρὰ καὶ ζῷα ἄγρια τὸ κατοικοῦν,
ὄχεντρες ἕρπουν καὶ ρημάζουν τὶς φωλιές μας,
λιοντάρια ἑτοιμάζονται νὰ μᾶς ξεσκίσουν.

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
ἔγιναν δάσος σκοτεινὸ καὶ μᾶς πλακώνουν.

(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ὁ Ἀλλήθωρος»)



ΙΘΑΚΗ

Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;


ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ :

1)  Ιθάκη του Καβάφη 

Ἰθάκη

Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.

Νὰ εὔχεσαι νά ῾ναι μακρὺς ὁ δρόμος.
Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωϊὰ νὰ εἶναι
ποὺ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ
θὰ μπαίνεις σὲ λιμένας πρωτοειδωμένους·

νὰ σταματήσεις σ᾿ ἐμπορεῖα Φοινικικά,
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις,
σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους,
καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς,
ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά.

Σὲ πόλεις Αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾷς,
νὰ μάθεις καὶ νὰ μάθεις ἀπ᾿ τοὺς σπουδασμένους.
Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχῃς τὴν Ἰθάκη.
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.

Ἀλλὰ μὴ βιάζῃς τὸ ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει.
Καὶ γέρος πιὰ ν᾿ ἀράξῃς στὸ νησί,
πλούσιος μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο,
μὴ προσδοκώντας πλούτη νὰ σὲ δώσῃ ἡ Ἰθάκη.

Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.

Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρῇς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πείρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ᾑ Ἰθάκες τί σημαίνουν.


2 )Η πόλις (Καβάφης )

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή.Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·κι είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμμένη.5Ο νους μου ώς πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δωερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.10Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάςτους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις —δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.15Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώστην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.

(1956)



ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

αφαίρεσε τὴ νύχτα ἀπ᾿ τὰ μάτια σου –
πῶς νὰ παλέψω μόνος με τοὺς δυό σας;



Ντίνος Χριστιανόπουλος «Δημάς»

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950). Στα ποιήματα αυτής της συλλογής, ο ποιητής χρησιμοποιεί πρόσωπα κυρίως από την εποχή των πρώτων χριστιανικών χρόνων («Ο εκατόνταρχος Κορνήλιος», «Η Μαγδαληνή», «Άνθρωποι της Λαοδικείας» κ.ά.). αλλά και την αρχαία εποχή («Αντιγόνη υπέρ Οιδίποδος»), που τα εκμεταλλεύεται, για να αποδώσει σύγχρονες καταστάσεις και συμπεριφορές.

Δημάς Παύλ δεσμί εν Ρώμη χαίρειν·
Είναι η τέταρτη φορά που επιχειρώ να σας γράψω,
μέσα σε τούτο το πολυθόρυβο μπαρ με το ράδιο να παίζει σουίγκ
και το κορίτσι να με κοιτάει παραξενεμένο.
Συχνά θυμούμαι την εν Χριστ ζωή, τους αδελφούς εν Κυρί,
με ταράζει η νοσταλγία, με διαλύει.
Όλοι με θεωρούν ευτυχισμένο καθώς με βλέπουν με το χακί,
το περίστροφο στα δεξιά, να βαδίζω γεμάτος αυτοπεποίθηση,
στη Μπάρα, στα θέατρα, στα ζαχαροπλαστεία, στα γυμναστήρια.
Όμως νιώθω καλά την τερηδόνα να προχωρεί.
Τι τα θέλετε, κύριε, τι τα θέλετε,
εμείς που γνωρίσαμε μικροί το Χριστό ζούμε τώρα τη θλίψη·
χάσμα γαρ μέγα εστήρικται μεταξύ ημών και υμών.
Όπου να γυρίσω, με σκοτώνει το παράπονό σας:
Δημάς μ’ εγκατέλιπεν αγαπήσας τον νυν αιώνα.
Κι όμως νιώθω παράταιρος μέσα στον κόσμο αυτό,
σαν κλασική μουσική σε ταβέρνα.
Κι όταν ανοίγω το άλμπουμ με τα εικόνια που μας κάμναν
πλανόδιοι ζωγράφοι σ’ εξορμήσεις ιεραποστολικές,
δεν ξέρω αν θα ‘θελα να επιστρέψω, είναι τόσο οδυνηρή
η εποχή της φρόνησης, θα ‘θελα μόνο
να ξεριζώσω με τα χέρια μου τη μνήμη.
Τάχα θα βάλω πια τις χώρες μου σε κάποια τάξη;
Και πώς μες στ’ αδιέξοδο έξοδο να ‘βρω;

1. Δημάς: Φίλος και συνεργάτης του αποστόλου Παύλου στην αρχή, απαρνήθηκε αργότερα το χριστιανισμό, και απαρνήθηκε τον Παύλο, όταν φυλακίστηκε.

2. «Χάσμα γάρ μέγα στήρικται μεταξύ μν και μών». ΚΔ Λουκ. 16,26. Σύ δέ δυνσαι∙ καί πί πσι τούτοις μεταξύ μν και μών χάσμα μέγα στήρικται, πως ο θέλοντες διαβναι νθεν πρός μς μή δύνωνται, μηδέ ο κεθεν πρός μς διαπερσιν». [Εσύ, λοιπόν, υποφέρεις. Και πέρα από όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από εδώ σ’ εσάς να μην μπορούν, ούτε οι από εκεί να περάσουν σ’ εμάς.] Το απόσπασμα προέρχεται από την παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. 

3. «Τάχα θα βάλω πια τις χώρες μου σε κάποια τάξη;». Πρβλ. Τ. Σ. Έλιοτ. Η έρημη χώρα «Ε. Τι είπε ο κεραυνός» (μτφρ. Γ Σεφέρη). Εδώ η φράση «τις χώρες μου» σημαίνει όχι «τις χώρες του βασιλείου μου», αλλά «τον ψυχικό μου κόσμο».

Ο Απόστολος Παύλος στη δεύτερη επιστολή που στέλνει στον Τιμόθεο από τη Ρώμη, ενώ είναι φυλακισμένος και αναμένει την εκτέλεσή του, αναφέρεται στον Δημά, λέγοντας πως «τον εγκατέλειψε, διότι αγάπησε τον παρόντα κόσμο κι έφυγε στη Θεσσαλονίκη». Ο μέχρι εκείνη τη στιγμή μαθητής και σύντροφος του Παύλου, μη θέλοντας προφανώς να συνεχίσει αυτό τον αγώνα που θα τον οδηγούσε, όπως και τον Παύλο, σ’ έναν πρόωρο και μαρτυρικό θάνατο -αποκεφαλισμό-, φεύγει από τη Ρώμη, αποκηρύσσοντας τη χριστιανική πίστη και διεκδικώντας το δικαίωμά του να παραμείνει ζωντανός.
Ο ποιητής έχοντας αυτή την αναφορά ως αρχικό ερέθισμα παρουσιάζει τον Δημά στη Θεσσαλονίκη, και μάλιστα στη σύγχρονη εποχή, να επιχειρεί να συντάξει μια επιστολή προς τον Απόστολο Παύλο, προκειμένου να δώσει μια εξήγηση για τη συμπεριφορά του. Το ποίημα ξεκινά, επομένως, με τον χαιρετισμό του Δημά προς τον φυλακισμένο Παύλο που βρίσκεται στη Ρώμη: «Δημάς Παύλ δεσμί εν Ρώμη χαίρειν∙».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου