Α1-Α2 13ο Μάθημα Ιστορίας
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Από 'Το Χρονικό της Τέχνης " ,Ε.Η. Gombrich εκδόσεις , M.I.E.T.
Άσκηση : Να διαβάσετε προσεκτικά τα αποσπάσματα που ακολουθούν και να σημειώσετε τις απορίες σας καθώς και τα σημεία που τράβηξαν ιδιαιτέρως την προσοχή σας .
α) Γλυπτική
"Οταν οί "Ελληνες καλλιτέχνες άρχισαν νά φτιάχνουν πέτρινα αγάλματα, ξεκίνησαν από κει πού είχαν σταματήσει οί Αιγύπτιοι καί οί Άσσύριοι.
Ή Ε ι κ ό να (1) :

έναν όρθιο έφηβο, πώς νά ξεχωρίζουν τά μέλη τού σώματος καί τούς μυς πού τό στηρίζουν. Δείχνει όμως έπίσης πώς ό καλλιτέχνης πού έφτιαξε αύτά τά άγάλματα δεν έμενε ικανοποιημένος με συνταγές, δσο καλές καί αν ήταν, καί πώς είχε άρχίσει νά πειραματίζεται γιά λογαριασμό του. Είναι λ.χ. φανερό δτι ήθελε νά μάθει πώς άκριβώς ήταν τά γόνατα. Μπορεί νά μήν τό πέτυχε άπόλυτα' μπορεί, στά δικά του άγάλματα, τά γόνατα νά πείθουν άκόμη λιγότερο παρά στά αιγυπτιακά πρότυπα' ή ούσία όμως είναι δτι άποφάσισε νά δει ό ίδιος πώς ήταν τά πράγματα, αντί ν’ άκολουθήσει τήν παλιά συνταγή. Τό πρόβλημα δεν ήταν πιά νά μάθεις έναν έτοιμο τύπο προκειμένου νά παραστήσεις τό άνθρώπινο σώμα. Κάθε "Ελληνας γλύπτης ήθελε νά βρει τον τρόπο μέ τόν όποιο αυτός θά παρίστανε ένα συγκεκριμένο σώμα. Οί Αιγύπτιοι είχαν βασίσει τήν τέχνη τους στή γνώση. Οί "Ελληνες άρχισαν νά χρησιμοποιούν τά μάτια τους.
’
Από τή στιγμή πού άρχισε αυτή ή επανάσταση, τίποτε πιά δέν μπορούσε νά τή σταματήσει. Οί γλύπτες στά εργαστήριά τους δοκίμαζαν νέες ιδέες καί νέους τρόπους γιά νά παραστήσουν τό άνθρώπινο σώμα, ενώ άλλοι άκολουθοΰσαν άμέσως κάθε καινοτομία καί πρόσθεταν τις δικές τους άνακαλύψεις. Ό ένας έβρισκε πώς νά σμιλεύει τόν κορμό, ό άλλος διαπίστωνε δτι τό άγαλμα θά έμοιαζε πολύ πιο ζωντανό, άν καί τά δυό πόδια δέν πατούσαν στερεά στή γή. ’Άλλος πάλι άνακάλυπτε πώς μπορούσε νά κάνει έκφραστικότερο ένα πρόσωπο δίνοντας άπλώς στά χείλη μιά κλίση προς τά επάνω πού νά μοιάζει μέ χαμόγελο. Ή αιγυπτιακή μέθοδος ήταν βέβαια από πολλές πλευρές άσφαλέστερη. Τά πειράματα τών Ελλήνων καλλιτεχνών δέν πετύχαιναν πάντα. Τό χαμόγελο έμοιαζε κάποτε σάν μορφασμός αμηχανίας, καί ή λιγότερο άκαμπτη στάση φαινόταν καμιά φορά επιτηδευμένη. Οί "Ελληνες καλλιτέχνες δμως δέν φοβήθηκαν τις δυσκολίες. Είχαν πάρει ένα δρόμο πού δέν άφηνε περιθώρια γιά επιστροφή.
Τά δύο μεγάλα έργα τού Φειδία, ή Άθηνά καί τό πασίγνωστο άγαλμα τού Δία στήν ’Ολυμπία, χάθηκαν γιά πάντα, σώθηκαν όμως οί ναοί όπου ήταν τοποθετημένα, καί μαζί μ’ αύτούς μερικά διακοσμητικά στοιχεία πού χρονολογούνται άπό τήν ίδια εποχή. Ό ναός τής ’Ολυμπίας είναι ό αρχαιότερος. Άρχισε ίσως νά χτίζεται γύρω στό 470 π.Χ. καί τέλειωσε πρίν άπό τό 457 π.Χ. Στις μετόπες, πάνω άπό τό επιστύλιο, παριστάνονταν οί άθλοι τού Ηρακλή.
Ή Ε ικ ό ν α (2) δείχνει τό έπεισόδιο μέ τά μήλα των Εσπερίδων — έναν άθλο πού άκόμη κι ό Ηρακλής δέν μπόρεσε ή δέ θέλησε νά τόν άναλάβει. Παρακάλεσε λοιπόν τον Άτλαντα, πού κρατούσε τόν ουρανό στούς ώμους του, νά τόν άντικαταστήσει, καί ό Άτλας δέχτηκε, μέ τόν όρο ότι ό Ηρακλής θά βαστοΰσε στό μεταξύ τό φορτίο του.
![]() |
Αθηνά -Ηρακλής-Άτλας : Τα μήλα των εσπερίδων .Ολυμπία |
![]() |
Γλυπτό από το Αέτωμα του Παρθενώνα |
Αύτή ακριβώς ή ισορροπία ανάμεσα στό σεβασμό των κανόνων καί σέ μιά ελευθερία μέσα στά πλαίσια των κανόνων, είναι τό στοιχείο πού θαύμασαν τόσο στούς "Ελληνες οί επόμενες γενεές. Αυτός είναι ό λόγος πού οί καλλιτέχνες ξαναγυρίζουν κάθε τόσο στά άριστουργήματα τής έλληνικής τέχνης άναζητώντας καθοδήγηση καί έμπνευση.
Ολυμπία |

Τό είδος των έργων πού ζητούσε συχνά τό κοινό άπό τούς "Ελληνες καλλιτέχνες τούς βοήθησε νά τελειοποιήσουν τή γνώση τους γιά τό σώμα «έν κινήσει». 'Ένας ναός σάν τής ’Ολυμπίας περιστοιχιζόταν άπό άγάλματα πού παρίσταναν όλυμπιονίκες καί πού ήταν άφιερωμένα στούς θεούς. Σήμερα αύτό τό έθιμο φαίνεται χωρίς άλλο παράξενο, γιατί δσο δημοφιλείς κι άν είναι οί πρωταθλητές μας, δέ θά μάς περνούσε ποτέ άπό τό νοΰ ν’ άφιερώσουμε τήν προτομή τους σέ κάποια έκκλησία μέ τήν ευκαιρία τής τελευταίας τους νίκης. Οί μεγάλες όμως άθλητικές έκδηλώσεις τών Ελλήνων, άπό τις όποιες οί ’Ολυμπιακοί ’Αγώνες ήταν φυσικά ή μεγαλύτερη, ήταν πολύ διαφορετικές άπό τίς δικές μας. Συνδέονταν στενά μέ τίς θρησκευτικές δοξασίες καί τίς λαϊκές τελετουργίες. "Οσοι έπαιρναν μέρος στούς άγώνες δέν ήταν άπλώς άθλητές — έπαγγελματίες ή ερασιτέχνες— άλλά μέλη τών μεγαλύτερων οικογενειών τής Ελλάδας. Τόν όλυμπιονίκη τόν άντιμετώπιζαν μέ δέος, σάν άνθρωπο πού τόν εύνόησαν οί θεοί δίνοντάς του τό χάρισμα τού άκατάβλητου. Οί άγώνες οργανώθηκαν άρχικά γιά νά διαπιστωθεί ποιος είχε εύλογηθεΐ μέ τή χάρη τής νίκης. Γιά νά τιμήσουν ή καί νά διαιωνίσουν αύτό τό φανέρωμα τής θείας χάρης, οί νικητές παράγγελναν τά άγάλματά τους στούς πιό φημισμένους καλλιτέχνες τής έποχής τους.
Μόνο στούς Δελφούς βρέθηκε ένα, πού παριστάνει έναν ήνίοχο . Τό κεφάλι του, πού τό βλέπουμε στήν Ε ικ ό να 54, είναι εντυπωσιακά διαφορετικό άπό τή γενική ιδέα πού εύκολα σχηματίζει κανείς γιά τήν ελληνική τέχνη όταν τή βλέπει μόνο σέ άντίγραφα. Τά μάτια, πού συχνά μοιάζουν κενά καί άνέκφραστα στά μαρμάρινα γλυπτά ή έχουν μείνει άδεια στά χάλκινα κεφάλια, είναι καμωμένα άπό χρωματιστά πετράδια — δπως τά έφτιαχναν πάντα τότε. Τά μαλλιά, τά μάτια καί τά χείλη ήταν ελαφρά έπιχρυσωμένα, πράγμα πού έδινε στό πρόσωπο μιά αίσθηση ζεστασιάς καί χλιδής. Ωστόσο, ένα τέτοιο κεφάλι δέν φαινόταν ποτέ φανταχτερό ή χυδαίο. Βλέπουμε πώς ό καλλιτέχνης δέν ήθελε νά μιμηθεΐ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο μέ όλα τά ψεγάδια του, αλλά πώς τό έπλασε μέ βάση τή γνώση του γιά την ανθρώπινη μορφή. Δέν ξέρουμε αν ό ήνίοχος μοιάζει στό μοντέλο του — ίσως νά μή «μοιάζει» καθόλου, μέ τήν έννοια πού δίνουμε έμεΐς στή λέ
Τέτοια έργα, πού ούτε κάν άναφέρονται άπό τούς κλασικούς συγγραφείς,
μάς θυμίζουν τί χάσαμε μέ τήν απώλεια των πιο φημισμένων άπό αύτά τά
άγάλματα των άθλητών, όπως ό «Δισκοβόλος» τού ’Αθηναίου γλύπτη Μύρωνα, πού θά πρέπει νά ανήκε στήν ίδια γενιά μέ τον Φειδία.
Διασώθηκαν πολλά
αντίγραφα τού «Δισκοβόλου», πού μάς δίνουν τουλάχιστον μιάν ιδέα γιά τό τί
ήταν τό πρωτότυπο .
![]() |
Δισκοβόλος του Μύρωνα |

. Τό αιγυπτιακό έργο έχει κι αυτό ένα θαυμαστά καθαρό περίγραμμα, άλλά μολονότι ανήκει σέ μιά σπουδαία περίοδο τής αιγυπτιακής τέχνης, είναι μάλλον άκαμπτο καί άφύσικο. Τό έλληνικό ανάγλυφο ξεπέρασε αύτούς τούς άδέξιους περιορισμούς, άλλά κράτησε τή διαύγεια καί τήν ομορφιά τής διάταξης, πού δέν είναι πιά γεωμετρική καί γωνιώδης, άλλά ελεύθερη καί άνετη.
Ό τρόπος μέ τόν όποιο πλαισιώνεται τό επάνω μέρος άπό τήν καμπύλη πού σχηματίζουν τά χέρια των δύο γυναικών, ό τρόπος μέ τόν όποιο αύτές οί γραμμές βρίσκουν τήν άντιστοιχία τους στις καμπύλες τής καρέκλας, ό άπλός τρόπος μέ τόν όποιο τό όμορφο χέρι τής Ήγησώς γίνεται τό κέντρο τής προσοχής, ή ροή των πτυχών καθώς περιζώνουν τό σώμα υποβάλλοντας τή γαλήνη — όλα συνδυάζονται γιά νά συνθέσουν έκείνη τήν άπλή αρμονία πού πρωτογνώρισε ό κόσμος μέ τήν ελληνική τέχνη τοΰ πέμπτου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου