Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Β2-Γ2 :ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

  Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ακόμα; 


   Το λιτρουβιό1 άλεθε. Δυο φωτιές μαύρες εφέγγαν αδύνατα στην καπνούρα που ανάδινε η στια2 . Το λιθάρι έτριζε, η ζιφταριά3 εσούρωνε λάδι. Τρεις από τους συντρόφους εδουλεύαν, δύο άλλοι εκοιμόνταν κατά γης απάνου στα λιόστα4 . Είταν μεσάνυχτα και κρύο. 

   Η πόρτα άνοιξε. Ένας κυνηγός εμπήκε με τα σκυλιά του, άντρας ώς σαράντα χρονώ, μεγάλος με αντρίκια αλλά ήμερην όψη, και που εφορούσε φέσι και σεγγούνι5 και πλατοβράκι. Εφαινότουν ταραγμένος. 

    «Καλή σπέρα Θοδόση» του είπαν «εβάρεσες κουνάδια6 ;»

     «Καλή σπέρα» αποκρίθηκε «πού είναι ο Κούρκουπος;»

      «Αυτού πέρα κοιμάται» έκαμε ένας από τους δουλευτάδες, άντρας μεσόκοπος και πού είταν, καθώς λέγουν, του λιτρουβιού ο καραβοκύρης. Κ’ επρόσθεσε.

    «Κούρκουπε, ξύπνα. Ο ξάδερφος σου». 

    Αλλά ο Κούρκουπος δεν ξυπνούσε: είχε βαρύν ύπνο· και ο Θοδόσης επήγε σιμά του και τον εσκούντησε με το πόδι. 

     «Τι είναι;» έκαμε μισοκοιμισμένος. «Τώρα, τώρα επλάγιασα. Ήρθε κιόλας το αλλάγι7 μου;»      «Ξύπνα· η γυναίκα σου σε θέλει· είμουν για κουνάδια και την είδα.»

     Ο Κούρουπος εσηκώθηκε αμέσως ανήσυχος.

      Είτουν νέος ώς εικοσιπέντε χρονώ· όμορφος όχι· μα το ανάβλεμμά του έδειχνε πολλή καλοσύνη. Κι αυτός είτουν χωριάτικα ντυμένος, λιγδερός από τα λάδια, και με κορμί μαζωμένο λίγο από την άκοπη εργασία. 

      Οι δυο άντρες εβγήκαν αντάμα. Το χωριό εκοιμότουν. Η αστροφεγγιά εφώτιζε το δρόμο. Κάπου κάπου σκύλος τους αλυχτούσε. 

       «Τι τρέχει;» ερώτησε ο Κούρκουπος σκιασμένος. Ο άλλος δεν απολογήθη. Σιωπηλά εφτάσαν βιαστικοί στη γειτονιά τους. Ο Κούρκουπος έτρεξε στο σπίτι του, αλλά εβρήκε την πόρτα μανταλωμένην απ’ όξω.

     «Πού είναι;» ερώτησε ντροπιασμένος.

 «Πέρα στους Έρμονες» του απάντησεν ο Θοδόσης· και χωρίς άλλο λόγο εκίνησε προς τον κατήφορο. Ο άλλος ακολούθησε· κρύος ίδρος επερίχυνε τα μέλη του· οι πλάτες του επαγώναν· είχε χάσει την ομιλιά του.

    Εκατεβήκαν στο στενό μονοπάτι προς τη θάλασσα. Ο τόπος είτουν έρημος. Τα βουνά ορθωμένα, ανακατωμένα και απόγκρεμα, εφαινόνταν την ώρα εκείνη μαύρα· το νερό του τράφου έβραζε με τις πέτρες. Στο τρίστρατο του φουρκισμένου εσταθήκαν κ’ εκρυφτήκαν πίσω από ένα βράχο. Ο Κούρκουπος εκάθισε, γιατί τα γόνατα του ετρέμαν, ο άλλος τον κοίταξε ζητώντας να μαντέψει την όψη του στο σκοτάδι. Ανάμειναν κι αφοκραζόνταν·

     Οι φτερωτές των μύλων εγύριζαν άκοπα κ’ εφτάναν στ’ αυτιά τους τα τραγούδια των μυλωνάδων, μαζί με τη βοή του νερού και με τα λαλήματα τα πρώτα του κοκόρου.

    Ξάφνως οι σκύλοι εμούγκρισαν, αλλά ο Θοδόσης τους ησύχασε μ’ ένα νόημα κ’ εμουρμούρισε: — «Να την. Πάρε.» Και του έβαλε το καριοφύλι στο χέρι.

     Ένας ίσκιος τους επλησίαζε ανεβαίνοντας το ρόβολο8 . Μηχανικά ο Κούρκουπος επήρε το ντουφέκι και εσήκωσε το λύκο. Τα μάτια του είταν καρφωμένα απάνου στον άνθρωπο, που τώρα εδιάβαινε βιαστικά σιμά τους. Οι σκύλοι δεν εσάλεψαν. Κι ο Κούρκουπος αναστέναξε βαθιά κ’ είπε αλαφρωμένος ποθώνοντας9 το όπλο. 

«Είναι άντρας»

. «Είναι αντρίκια ντυμένη· οι σκύλοι την εγνώρισαν. Χτύπα». 

   Δεν υπάκουσε, γιατί δεν ήθελε να πιστέψει. 

   «Είναι αντρίκια ντυμένη» του ματάειπε ανυπόμονα. «Την είδα να κατεβαίνει». 

    Και με τα λόγια τούτα του απόσβησε κάθε ελπίδα. Ο Κούρκουπος εκατάλαβε μέσα του, πως μελλάμενο του είταν να γένει φονιάς· και η σκέψη τούτη είταν τρομερή τόσο για τον καλόν άνθρωπο που ενικούσε και την οργή και τη θλίψη του. 

   Εκείνη ωστόσο εμάκραινε κ’ είτουν έτοιμη να πάρει το γύρισμα του δρόμου. 

  «Τι προσμένεις; Μας έφυγε. Αυτή είναι». Του ‘πε με βραχνή φωνή ο Θοδόσης. «Μας εντροπιάσατε». Κ’ έκαμε να του αρπάξει το ντουφέκι.

 «Εσύ δε θα τη σκοτώσεις!» Κ’ εφώναξε αποφασισμένος: 

«Γυναίκα, στάσου· ειδεμή...» 

   Μα εκείνη εβάλθη να τρέχει όσο εδύνοτουν, και μια στιγμή την έχασαν από μπρος τους. 

  «Είδες, είδες; φεύγει η άτιμη» είπε ο Θοδόσης.

 Κ’ εριχτήκαν με μιας κ’ οι δύο κατόπι της, και οι σκύλοι την εκυνήγησαν αλυχτώντας. 

Αφού επροσπέρασαν το γύρισμα την είδαν πάλι σιμά τους. Κι ο Κούρκουπος οργισμένος τώρα της εφώναξε: «Στάσου, στάσου». Ενώ ο άλλος του ’λεγε.

 «Τράβα της· τέλειωνε».

 Μα ο Κούρκουπος δεν άκουε τίποτις· ήθελε τώρα να μάθει τη ντροπή του από το στόμα της· και, χωρίς να σταθούν, την εξάτρεξε ολόγυρα και την επρόφτασε τέλος προς τα έμπα του χωριού, και την άδραξε από τα μαλλιά και την έβαλε κάτου.

 Εκείνη έριξε ψιλή φωνή. « Όχι εδώ» του ’πε ο Θοδόσης· «θα ξυπνήσει ο κόσμος. Δος μου το ντουφέκι να μη βρεθεί στα χέρια σου». 

Και ο Κούρκουπος υπάκουσε· του απάφησε το όπλο˙ και εσήκωσε την τρομαγμένη γυναίκα στα δυο χέρια και την έσυρε στο σπίτι. 

Άνοιξε η ίδια, γιατί είχε τα κλειδιά, με κρύα καρδιά· και το αντρόγυνο εμπήκαν μέσα μοναχοί τους. Αυτός έκλεισε με βιά την πόρτα. 

Έμειναν για μια στιγμή χωρίς φως, κ’ εφοβηθήκαν κ’ οι δυο τους. Καθώς όμως είτουν μαθημένη έβαλε προσανάμματα στη στια που εκρουφόκαιγε στην ογνήστρα10 και με μιας έλαμψε το σπίτι.

 Το πρόσωπο του Κούρκουπου είταν συγνεφιασμένο· βλέποντάς τον ελίγωσεν η γυναίκα κ’ εκάθισε χάμου.

 Έφαινότουν μικρή στ’ αντρίκια φορέματα που μολογούσαν το έγκλημά της· και κοιτάζοντάςτην τον επαραπήρε ή χολή, τα φρένα του εσκοτιστήκαν, μια στιγμή ακόμα ετσώπασε, κ’ ύστερα με βαθύ ανασασμό της είπε:

 «Τέτοια ώρα, αντρίκια ντυμένη, στους Έρμονες. Σκύλα πού είσουν;» 

Εκείνη λόγο. Τότες επήρε τη μεγάλην απόφαση. Ανατρίχιασε· εξέταζε με το μάτι όλο το σπίτι ζητώντας· και του παρουσιάστη στην όψη ένας κόπιδας11 που τον άδραξε αμέσως. Εβρέθη σιμά της και της έλεγε φοβερίζοντας.

 «Πού είσουν; πού είσουν;» 

Κι όσο εκείνη από τρομάρα κ’ έλεγχος12 δεν αποκρενότουν, τόσο η χολή του επέρσευε, τόσο την ετυραγνούσε· κ’ έκατάλαβε η άτυχη πως είταν τώρα το τέλος της. 

« Έλεος, έλεος» είπε· «αμαρτωλή είμαι· μα είμαι έγκυα· δικό σου είναι το παιδί, μα το θεό!»

 Έμεινε ο Κούρκουπος· εγίνη κίτρινος· ο λόγος της τον εξαρμάτωνε13.

 Η στια είχε πέσει, εκείνη έκλαιγε θερμά· όξω εξημέρωνε. 

Κι ο Θοδόσης που’χε παραμονέψει εχτύπησε μ’ ορμή βαριά την πόρτα· κ’ είπε: «Ακόμα; ακόμα;» 

Και σαν απάντηση ακουστήκαν φωνές από μέσα.

 « Έλεος, έλεος, το παιδί σου. Απάνθρωπε, με σκότωσες!» και δυνατά όσο εδυνότουν: — «Βοήθεια, βοήθεια!... Α!»

 Κ’ υστέρα άκρα σιωπή.

 Τότες όμως ανοιχτήκαν τ’ άλλα σπίτια, κ’ εβγήκαν οι γειτόνοι άντυτοι, ανταριασμένοι, κ’ εσυναχτήκαν μπρος στου Κούρκουπου το σπίτι, άντρες, παιδιά, ρωτώντας τί τρέχει· κι αφοκραστήκαν το πνιμένο ρουχαλητό που έβγαινε τώρα από μέσα.

 Ο Θοδόσης τους αποκρίθηκε: — «Την εσκότωσε».



1 λιτρουβιό: ελαιοτριβείο. 2 στια: τζάκι. 3 ζιφταριά: ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού. 4 λιόστα: τα στερεά απόβλητα του ελαιουργείου. 5 σεγγούνι: γιλέκο από χοντρό ύφασμα. 6 κουνάδια: κουνάβι: μικρό σαρκοφάγο θηλαστικό. 7 αλλάγι: βάρδια.8 ρόβολο: κατηφόρα. 9 ποθώνοντας: ακουμπώντας κάτω. 10 ογνήστρα: τζάκι.



Ασκήσεις :


1) Χαρακτηριστικά του διηγήματος , και συγκεκριμένα του ηθογραφικού .

2)Πως παρουσιάζονται τα δρώντα πρόσωπα και τι πετυχαίνει ο συγγραφέας μ αυτήν την παρουσίαση 

3)Συγκρίνετε τα δυο διηγήματα του Θεοτόκη και βρείτε τα χαρακτηριστικά της γραφής του; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου