LOUISE ELISABETH GLUCK ,
βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020
Ἕνας Μύθος Ἀφοσίωσης *
Ὅταν ὁ Ἅδης τὸ πῆρε ἀπόφαση πὼς θ’ ἀγαποῦσε τὸ κορίτσι
ἔκτισε γιὰ χάρη της ἕνα ἀντίγραφο τῆς γῆς,
ἴδιο καθετί, ὣς κάτω τὸ λιβάδι,
ἐπιπλέον προσθέτοντας ἕνα κρεβάτι.
Ὅλα ἴδια, ἀκόμα καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου,
ἐπειδὴ θἄταν σκληρὸ γιὰ ἕνα νεαρὸ κορίτσι
νὰ μεταφερθεῖ ταχύτατα ἀπὸ τὸ λαμπερὸ φῶς στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι
Σταδιακά, σκέφτηκε, θὰ ἔριχνε τὴ νύχτα,
πρῶτα ὅπως τῶν φύλλων οἱ σκιές φτεροκοπᾶν.
Μετὰ τὴ σελήνη, ὕστερα τ’ ἄστρα. Κατόπιν οὔτε φεγγάρι οὔτε ἄστρα.
Ἄς τὴ συνήθιζε ἡ Περσεφόνη σιγά-σιγά.
Στὸ τέλος, σκέφτηκε, θὰ τὴν εὕρισκε παρηγορητική.
Ἕνα ἀντίγραφο γῆς
μόνο ποὺ ἐδῶ ὑπῆρχε ἀγάπη.
Καθένας θέλει ἀγάπη;
Περίμενε χρόνια πολλά,
κτίζοντας ἕναν κόσμο, παρακολουθώντας
τὴν Περσεφόνη στὸ λιβάδι.
Τὴν Περσεφόνη τῆς ὄσφρησης, τὴν γευσιγνώστρια.
Ἂν ἔχεις μιὰν ἐπιθυμία, σκέφτηκε,
τὰ ἔχεις ὅλα.
Καθένας δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ νιώθει μὲς στὴ νύχτα
τὸ λατρεμένο σῶμα, πυξίδα, πολικὸν ἀστέρα,
ν’ ἀκούει τὴν ἥσυχη ἀνάπνοια ποὺ λέει
εἶμαι ζωντανός, ποὺ σημαίνει ἐπίσης
εἶσαι ζωντανός, ἐπειδὴ μ’ ἀκοῦς,
εἶσαι μαζί μου ἐδῶ. Κι ὅταν γυρίζει ὁ ἕνας,
γυρνάει ὁ ἄλλος-
Νὰ τὶ ἔνιωσε, ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους,
κοιτάζοντας τὸν κόσμο ποὖχε
κατασκευάσει γιὰ τὴν Περσεφόνη. Ποτὲ δὲν πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό του
πὼς δὲν θὰ ὑπῆρχε ὄσφρηση ἐδῶ,
οὔτε βεβαίως ἑστίαση καθόλου.
Ἐνοχή; Τρόμος; Ὁ φόβος τῆς ἀγάπης;
Τέτοια πράγματα ἀδύνατον νὰ φανταστεῖ∙
οὐδεὶς τὰ φαντάζεται ἐραστὴς ποτέ.
Ὀνειρεύτεται, ἀναρωτιέται πῶς νὰ ὀνομάσει αὐτὸ τὸ μέρος.
Πρῶτα σκέφτεται: Ἡ Νέα Κόλαση. Μετά: Ὁ Κῆπος.
Στὸ τέλος, ἀποφασίζει νὰ τ’ ὀνομάσει
Ἡ Νεότητα τῆς Περσεφόνης.
Ἁπαλὸ φῶς ἀνατέλει πάνω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο λιβάδι,
πίσω ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Τὴν παίρνει ἀγκαλιά.
Θέλει νὰ πεῖ σ’ ἀγαπῶ, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ σὲ πληγώσει
ὅμως σκέφτεται
αὐτὸ εἶναι ψέμα, ἔτσι λέει στὸ τέλος
εἶσαι νεκρή, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ σὲ πληγώσει
κάτι ποὺ φαίνεται
πιὸ ὑποσχόμενη ἀρχή, πιὸ ἀληθινή.
*Ἕνας Μύθος Ἀφοσίωσης» ἀπὸ τὸ Averno.
Ο θρίαμβος του Αχιλλέα
Στην ιστορία του Πατρόκλου
κανένας δε γλιτώνει, ούτε κι ο Αχιλλέας
που ήταν σχεδόν θεός.
Του έμοιαζε ο Πάτροκλος,
φορούσαν την ίδια πανοπλία.
Πάντα σ’ αυτές τις φιλίες
ο ένας είν’ υποτελής, έρχεται δεύτερος:
η ιεραρχία
είναι πάντα φανερή, μόλο που δε μπορεί κανείς
να δώσει πίστη στους θρύλους —
πηγή τους είναι αυτός που επιζεί,
αυτός που τον έχουν εγκαταλείψει.
Τί ήταν η φωτιά στα πλοία των Ελλήνων
μπροστά σε τούτη την απώλεια;
Στη σκηνή του ο Αχιλλέας
πενθούσε ολόψυχα
και οι θεοί είδαν
πως ήταν άνθρωπος κιόλας νεκρός, θύμα
του μέρους εκείνου που αγαπούσε,
του μέρους του που ήταν θνητό.
Louise Glück. 1987. "
Η κόκκινη παπαρούνα
Το τέλειο
δεν είναι να έχεις
μυαλό. Αισθήματα:
ω, τέτοια έχω∙ αυτά με
κυβερνούν. Έχω
έναν κύριο στον ουρανό
τον λένε ήλιο, κι ανοίγοντας
γιʼ αυτόν, του δείχνω
της καρδιάς μου τη φωτιά, φωτιά
σαν τη δική του παρουσία.
Τι άλλο θα μπορούσε
μια τέτοια δόξα να ʼναι
παρά μια καρδιά; Ω, αδελφοί και αδελφές μου,
πριν γίνετε άνθρωποι, παλιά,
υπήρξατε ποτέ σας, σαν εμένα; Αφήσατε ποτέ
τον εαυτό σας
νʼ ανοίξει έστω μια φορά
και ας μην άνοιγε ξανά ποτέ του;
Γιατί, για να ʼμαι ειλικρινής,
μιλάω τώρα
σαν κι εσάς. Μιλάω
γιατί είμαι κομμάτια.
Ὀκτὼ Πεζὰ Ποιήματα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πιστὴ κι Ἐνάρετη Νύχτα»– τῆς Λουὶζ Γκλὺκ
https://frear.gr/?p=24749&fbclid=IwAR3nYWtLwJGVipdXVmIFk-W-agRVV5qQtrU10_7x0B3YFTVEQPfMt-_MQdE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου